ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ της ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ στην ΑΘΗΝΑ

Στην αρχαία εβραϊκή ιστορία η Αθήνα καταλαμβάνει δευτερεύουσα θέση, συγκριτικά με τη σπουδαιότητα των πόλεων της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ρώμης, Κυρήνης ή άλλων λιγότερο γνωστών πόλεων της Μικράς Ασίας. Παρ’όλα αυτά οι ενδείξεις για την ύπαρξη σχέσεων μεταξύ Αθηνών και Παλαιστίνης χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ. Μεγάλος αριθμός τεμαχίων κεραμικής, που ανακαλύφθηκαν σε διάφορες περιοχές της Παλαιστίνης κατά την περσική περίοδο, αποδεικνύουν την οικονομική επίδραση της Αθήνας. Νομίσματα, που χρονολογούνται από την περσική περίοδο της Παλαιστίνης, φέρουν από τη μία πλευρά την επιγραφή «Γιαχούντ» και από την άλλη την απεικόνιση μιας κουκουβάγιας, που μοιάζει με την Αττική δραχμή.
Μετά την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τον Μέγα Αλέξανδρο υπήρξε, προφανώς, αύξηση των δραστηριοτήτων των Αθηναίων στην κατεχόμενη χώρα. Η παρουσία κάποιου Αθηναίου στην Παλαιστίνη μαρτυρείτε από ένα συμβόλαιο με την αγορά μιας δούλης από την Υπεριορδανία, με χρονολογία 259 π.Χ. Μεταξύ των υπογραφών των μαρτύρων του συμβολαίου εμφανίζεται το όνομα του «Ηρακλείου, γιου του Φιλίππου, Αθηναίου», (Tchericover, Corpus 1 (1975), 119-20 ), ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Απολλώνιου, θησαυροφύλακα του Πτολεμαίου του Β’. Ένας Αθηναίος ήταν επικεφαλής του στρατού του Αντιόχου του Επιφανούς, που εστάλη στην Παλαιστίνη για την επιβολή της θρησκευτικής πολιτικής του, (Β΄ Μακκαβαίων, 6:1).
Με την εγκαθίδρυση του κράτους των Ασμοναίων η Αθήνα υπήρξε μία από τις πόλεις, που συνήψαν σχέσεις με το νέο κράτος. Ο Ιώσηπος αναφέρει (Αρχ. 14:149) μια απόφαση, που ελήφθη από το λαό της Αθήνας προς τιμήν του Αρχιερέα Υρκανού, εθνάρχη των Ιουδαίων. Στην απόφαση τονίζεται, ότι ο Υρκανός διατήρησε πάντοτε φιλικές σχέσεις με τους Αθηναίους και τους δεχόταν πάντα με εγκαρδιότητα, όταν τον επισκέπτονταν.
Ως εκ τούτου αποφασίστηκε να απονεμηθεί σε αυτόν χρυσό μετάλλιο, να τοποθετηθεί ένα οριχάλκινο άγαλμά του στο ναό του Δήμου και να εκφρασθεί έτσι η ευαρέσκεια της πόλης. Ο Ιστορικός Ιώσηπος συσχετίζει αυτό τοι έργο με τον Υρκανό τον Β΄, αλλά οι περισσότεροι από τους συγχρόνους επιστήμονες υποστηρίζουν, ότι το έργο αφορά τον Υρκανό τον Α΄ και το προσδιορίζουν κατά το έτος 106|5 π.Χ. (το έτος κατά το οποίο άρχων της Αθήνας διετέλεσε ο Αγαθοκλής). Επίσης ο Ηρώδης συνέχισε την παράδοση καλής φιλίας με την Αθήνα (Ιώσηπος, Πολ.1:425). Ποικίλα στοιχεία διασώζονται, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη φιλικών σχέσεων μεταξύ του των Αθηναίων και του οίκου του Ηρώδη.
Συγκεκριμένα στοιχεία για την ύπαρξη κάποιας εβραϊκής κοινότητας στην Αθήνα υπάρχουν μόνο από τις αρχές του α΄ αιώνα μ.Χ. Ο Αγρίππας ο Α΄ σε επιστολή του προς τον Γάιο Καλλιγούλα αναφέρει την Αττική σαν μία από τις περιοχές που κατοικούν Εβραίοι (Φίλων, Legat.281). Επίσης ο Παύλος επισκέφθηκε μία συναγωγή στην Αθήνα και συνάντησε εκεί, εκτός από Εβραίους, αρκετούς εθνικούς που τιμούσαν την Ιουδαϊκή θρησκεία (Πράξεις, 17:17). «Διελέγετο λοιπόν εν τη Συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών και εν τη αγορά καθ’ εκάστη ημέρα μετά των τυχόντων». Διάφορες επιγραφές μαρτυρούν, ότι στην Αθήνα έζησαν Σαμαρίτες (I.G., ed. Minor. Nol. 2-3, part 3|2, now. 10219-92), καθώς και Εβραίοι (no. 12609), συμπεριλαμβανομένου κι ενός Ιεροσολυμίτου (no.8934).
Στην Ιουδαίο – ελληνιστική λογοτεχνία δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην Αθήνα, την περιφημότερη πόλη του ελληνικού πολιτισμού. Ο Φίλων αναφέρεται στην Αθήνα με βαθύ σεβασμό, κατά το πρότυπο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων (βλ.prob.140), και μνημονεύει φημισμένα πρόσωπα της ιστορίας της Αθήνας, όπως τον Σόλων (Spe. 3:22), όπως επίσης και ιστορικά γεγονότα, που σχετίζονται με την Αθήνα, συμπεριλαμβανομένης και της διαμάχης Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, (Mos. 2:19). Ο Ιώσηπος αναφέρεται συχνά στην Αθήνα και τα έθιμά της, ιδιαίτερα στο έρο του «Κατ’Απίωνος».
Σημαίνουσα θέση κατέχει η Αθήνα και στην Ταλμουδική – Μιδρασική λογοτεχνία. Το Μιδράς επί του βιβλίου «Θρήνοι» περιέχει αναρίθμητες ιστορίες – θρύλους, που σκοπό έχουν να συγκρίνουν την αξία Εβραίων της Ιερουσαλήμ και Αθηναίων. Πολλές από αυτές τις iστορίες αρχίζουν με τη φράση : «Κάποιος Αθηναίος ήλθε στην Ιερουσαλήμ». Στο βαβυλωνιακό Ταλμούδ καταχωρείται η ιστορία του Ραββί Γεοσούα μπεν Χανανία, ο οποίος με την προτροπή του Ρωμαίου αυτοκράτορα ήρθε στην Αθήνα και διεξήγαγε διαλογική συζήτηση με τους πρεσβύτες της πόλης.
Μετά την κατάκτηση της Αθήνας από τους Τούρκους (1456) ο Μωάμεθ Β΄ ο κατακτητής παραχώρησε στους κατοίκους το δικαίωμα να απαγορεύσουν την εγκατάσταση των Εβραίων εκεί. Παρ’όλα αυτά ο αριθμός προσφύγων από την Ισπανία και απόγονοι αυτών βρήκαν άσυλο στην Αθήνα μετά το 1492. Στα 1705 ένας Γάλλος ταξιδιώτης συνάντησε στην Αθήνα 15 – 20 εβραϊκές οικογένειες.
Η Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας υπήρξε μεταξύ των κοινοτήτων εκείνων που κατεστράφησαν κατά την Ελληνική Επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1821 – 1829). Μετά το 1834, όμως, και την ανακύρηξη της Αθήνας ως πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας, αναπτύχθηκε μία μικρή εβραϊκή κοινότητα. Αριθμός εβραϊκών οικογενειών από τη Γερμανία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών και ο χρηματιστής Μαξ ντε-Ρότσιλντ, ο οποίος συμμετείχε στην ακολουθία του βασιλιά Όθωνα. Μέσω της Δουκίσσης της Πλακεντίας αποκτήθηκε μια μεγάλη έκταση για την ανέγερση της Συναγωγής (1843). Η Δούκισσα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1831 και ανέπτυξε μέσω της μελέτης της Βίβλου μια βαθειά συμπάθεια για τον Ιουδαϊσμό. Το 1847 οι ελληνικές αρχές απαγόρευσαν τη δημόσια περιφορά του ομοιώματος του Ιούδα του Ισκαριώτη, για να μην προσβληθεί ο βαρόνος ντε-Ρότσιλντ, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Αθήνα. Σε αντίποινα ένα μέρος του πλήθους έκαψε την κατοικία του Ισραηλίτη Δαβίδ Πατσίφικο, Βρετανού υπηκόου και επίτιμου προξένου της Πορτογαλίας. Η βρετανική κυβέρνηση απαίτησε την καταβολή αποζημίωσης και, τελικά, ο υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Πάλμερστον απέκλεισε το 1850 με αγγλικά πλοία το λιμάνι του Πειραιά. Το 1852 η δημοτική αρχή αποποιήθηκε τη δωρεά της Δούκισσας της Πλακεντίας για ανέγερση Συναγωγής.
Η εβραϊκή παρουσία αυξήθηκε από 60 άτομα το 1877 σε 250 το 1878. Η εβραϊκή Κοινότητα αναγνωρίστηκε επίσημα το 1889. Το 1890 πρόεδρος της Κοινότητας διετέλεσε ο Κάρολος Ρότσιλντ (1843 – 1918). Την εποχή εκείνη, λειτουργούσαν έλλειψη Συναγωγής 3 μικροί ευκτήριοι οίκοι.
Με τη βελτίωση της οικονομικής εγκατάστασης μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912 – 1913), αριθμός Εβραίων από διάφορες περιοχές της Ελλάδας – ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη – και τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Η μετανάστευση των Εβραίων προς την Αθήνα αυξήθηκε με τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917. Την παραμονή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι της Αθήνας ανέρχονται στους 3.000 περίπου. Οι πλέον εύποροι Εβραίοι ήταν Ασκεναζίμ, ενώ οι Σεφαραδίμ που κατάγονταν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και την Τουρκία ήταν κυρίως πλανόδιοι πωλητές, παλαιοπώλεις και μικρομαγαζάτορες.
 
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ - Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
 
Στις 27 Απριλίου 1941, μόλις οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, διεκδίκησαν από τους Ιταλούς συμμάχους τους την μονοπωλιακή διαχείριση των εβραϊκών υποθέσεων. Παρά την ιταλική αντίδραση, «σατραπικώ δικαιώματι» και με πλήρη περιφρόνηση προς τους Ιταλούς, ανέλαβαν αμέσως τα εβραϊκά ζητήματα.
Έτσι, το Μάιο του 1941, οι Ναζί κατάσχεσαν τα αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Δήμευσαν την πλούσια ραββινική βιβλιοθήκη και συνέλαβαν τα κυριότερα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη γνωστή τους τακτική, οι Ναζί προσέλαβαν στην υπηρεσία των SS μερικούς Εβραίους εμιγκρέδες της Κεντρικής Ευρώπης που κατέφυγαν στην Αθήνα. Τα άτομα αυτά τα περιέβαλλαν με την εύνοια και την προστασία τους, για να τα στρέψουν εναντίον των Αθηναίων ομοθρήσκων τους. Ο Αρχιραββίνος, Ηλίας Μπαρτζιλάι, σε συνεννόηση με το Ασσέρ Μωυσή και τους άλλους ηγέτες, τους αντιμετώπισαν με πνεύμα ανοχής. Δεν ήθελαν να ερεθίσουν τους Ναζί, αλλά είχαν το σχέδιό τους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1941, οι Ιταλοί διόρισαν, με επίσημη ανακοίνωσή τους, τον Ραββίνο Μπαρτζιλάι πρόεδρο της Κοινότητας. Η προγενέστερη διαταγή διορισμού του από τους Ναζί αγνοήθηκε ολότελα. Η αντίθεση μεταξύ των δύο συμμάχων γύρω από τα εβραϊκά ζητήματα, κατάλληλα υποδαυλιζόμενη από τον Μπαρτζιλάι, ξέσπασε σε φανερή διαμάχη. Οι Ιταλικές Αρχές έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των διωκομένων Εβραίων. Σε αντίμετρα, οι Ναζί αύξησαν την πίεση. Στις 14 Ιουλίου 1942, υποκίνησαν την ΕΣΠΟ, μία ελληνική «εθνικοσοσιαλιστική» οργάνωση, σε επίθεση κατά της Κοινότητας. Μέλη της οργάνωσης εισέβαλαν στα γραφεία της, προέβησαν σε διαρπαγές και βανδαλισμούς. Οι Ιταλοί που ειδοποιήθηκαν, συνέλαβαν τους ταραξίες, αλλά, κάτω από την πίεση των Γερμανών, αναγκάστηκαν να τους αφήσουν ελεύθερους. Στις 20 Σεπτεμβρίου όμως, το κτίριο, όπου στεγαζόταν η ΕΣΠΟ, κάηκε από εμπρηστική βόμβα που πέταξαν μέλη της Αντίστασης. Οι Γερμανοί ενοχοποίησαν τους Εβραίους για την επίθεση αυτή και ανάγκασαν τους Ιταλούς να συλλάβουν την ηγεσία της Κοινότητας. Καθώς όμως από τις ανακρίσεις δεν προέκυψε τίποτα σε βάρος τους, αφέθηκαν ελεύθεροι ύστερα από είκοσι μέρες.
Όσο οι Ναζί έσφιγγαν τα λουριά, τόσο οι Εβραίοι οργανώνονταν περισσότερο. Ιδρύθηκαν συνεργεία αλληλεγγύης και περίθαλψης των προσφύγων από τη Θεσσαλονίκη, καθώς και συσσίτια. Οι Ιταλικές Αρχές εκδήλωσαν ενεργότερο το ενδιαφέρον τους. Αλλά και οι ελληνικές δεν πήγαν πίσω: Στα σώματα της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, υπό τη διεύθυνση του Αγγέλου Έβερτ, δόθηκαν διαταγές να εκδίδουν ψεύτικες ταυτότητες σε όσους Εβραίους το επιθυμούσαν. Οι ταυτότητες αυτές, που είχαν χριστιανικά ονόματα και ανέγραφαν ως θρήσκευμα Χριστιανός Ορθόδοξος, δε διακρίνονταν καθόλου από τις «αληθινές», αφού είχαν εκδοθεί από τις ίδιες τις αστυνομικές αρχές, και συνεπώς μπορούσαν να περάσουν κάθε Γερμανικό έλεγχο.
Την ίδια περίοδο, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός φρόντισε, μαζί με το Διευθυντή του Μητρώου του Δήμου Αθηναίων, Π. Χαλδέζο, να ανοιχτεί ένα ειδικό αρχείο, όπου καταχωρήθηκαν οι Εβραίοι που για να γλιτώσουν βαφτίστηκαν Χριστιανοί. Με τον τρόπο αυτό και με τη βοήθεια των συμπατριωτών τους, 560 Αθηναίοι Εβραίοι, όπως και άλλοι από διάφορες πόλεις, που είχαν νωρίτερα βρει καταφύγιο στην πρωτεύουσα, επέζησαν ως το τέλος του πολέμου προσποιούμενοι τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.        
Ενεργή στάση υπέρ των Εβραίων κράτησε και η Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτω από την φωτισμένη καθοδήγηση τουΑρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνού. Με απόρρητη εγκύκλιό του προς όλες τις εκκλησίες, παρακινούσε τους ιερείς και Χριστιανούς να δώσουν κάθε βοήθεια στους κατατρεγμένους Εβραίους. Είναι συγκινητικές οι θυσίες που έκαναν οι Χριστιανοί, κρύβοντας και φιλοξενώντας εβραϊκές οικογένειες. Οι ιερείς τελούσαν μεικτούς γάμους, χωρίς να πολυπραγμονούν στους τύπους της κατήχησης και της βάπτισης. Έτσι, αρκετοί Εβραίοι αποφάσισαν να βαπτιστούν και έγιναν ορθόδοξοι ή καθολικοί.   
Οι ενέργειες του Αρχιεπισκόπου κορυφώθηκαν με τα δύο περίφημα Μνημόνια:  Το πρώτο, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1943, προς τον Πρωθυπουργό της Ελληνικής Κατοχικής Κυβέρνησης, Κων. Λογοθετόπουλο, του ζητούσε να μεσολαβήσει στις Γερμανικές Αρχές, στο όνομα του ελληνικού λαού, ώστε να σταματήσουν οι διώξεις των Ελλήνων Εβραίων. Στο μνημόνιό του υπερασπιζόταν την εβραϊκή παρουσία στην ελληνική κοινωνική ζωή, τονίζοντας πόσο τέλεια είχαν αφομοιωθεί οι Εβραίοι. Του υπενθύμιζε επίσης το άρθρο της Συνθήκης Παράδοσης της Ελλάδας του 1941, που όριζε ότι «Οι κατοχικές αρχές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν την τιμή και την περιουσία όλων των Ελλήνων υπηκόων», το οποίο δε διατύπωνε καμία διάκριση. (Το πλήρες κείμενο του Μνημονίου δημοσιεύεται σε άλλη σελίδα του παρόντος τεύχους.)
Το δεύτερο μνημόνιο, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1943, και παρόμοιο περιεχόμενο στάλθηκε απευθείας στον Πληρεξούσιο του Γ΄ Ράιχ για την Ελλάδα, Altenburg. Kαι τα δύο μνημόνια συνυπογράφονταν από πολλές σημαντικές προσωπικότητες της Ελληνικής δημόσιας ζωής, κάτι που, με τις συνθήκες τρομοκρατίας που επέβαλλαν τα SS, σίγουρα απαιτούσε πολύ θάρρος. 
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 έγινε γνωστή η συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Τα Ιταλικά Στρατεύματα Κατοχής, που ακολούθησαν τον Μπαντόλιο, αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς. Οι Εβραίοι της Αθήνας και των επαρχιών έχασαν ένα πολύτιμο στήριγμα. Οι Ναζί, παρά τους κατασκόπους και τα προδοτικά στοιχεία που χρησιμοποιούσαν, έβλεπαν ότι οι Εβραίοι της Αθήνας δεν ήταν εύκολη λεία. Δεν μπορούσαν να τους συλλάβουν σε μία νύχτα, γιατί ήταν κρυμμένοι σε διάφορα σημεία. Γι’ αυτό εξαπέλυσαν μιαν ύπουλη προπαγάνδα. Οι διαδόσεις τους είχαν σκοπό να κάνουν τους Εβραίους να ξεθαρρέψουν. Αλλά δεν το πέτυχαν αυτό. Οι Ναζί, βλέποντας την αποτυχία τους αυτή, μετακάλεσαν στις 10 Αυγούστου από τη Θεσσαλονίκη, τον Βισλιτσένυ, με εντολή να συλλάβει και να εξαποστείλει στο Άουσβιτς όλους τους Εβραίους της Αθήνας και των επαρχιών που ήταν μέχρι πρότινος υπό Ιταλική Κατοχή.
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Αρχιραββίνος Μπαρτζιλάι κλήθηκε να παρουσιαστεί μπροστά στον Βισλιτσένυ. Η πρόσκληση θεωρήθηκε από τους Εβραίους ως έναρξη των εχθροπραξιών. Τα μέλη της Κοινότητας ειδοποιήθηκαν να είναι σε επιφυλακή. Ο Ραββίνος προσήλθε απτόητος στο ραντεβού. Ο Βισλιτσένυ τον διέταξε να προσκομίσει, εντός 24 ωρών, λεπτομερή κατάλογο των Εβραίων, που να συμπεριλαμβάνει και τους φυγάδες της Θεσσαλονίκης. Συγκαλέστηκε αμέσως Κοινοτική Συνέλευση και αποφασίστηκε να κερδηθεί χρόνος πάση θυσία. Έτσι την επομένη, ο Ραββίνος δικαιολογήθηκε στον Βισλιτσένυ ότι τα αρχεία της Κοινότητας είχαν καταστραφεί από την ΕΣΠΟ και ότι δεν είχε μπορέσει να συντάξει τον κατάλογο. Η δήλωση αυτή του Μπαρτζιλάι, έκανε έξω φρενών τον Βισλιτσένυ, που αναγκάστηκε τελικά να δώσει παράταση άλλων 48 ωρών. Μέσα στο διάστημα αυτό, ειδοποιήθηκαν όλοι οι Εβραίοι να σπεύσουν να εξαφανιστούν. Ένα συνεργείο από υπαλλήλους της Κοινότητας έσπευσε τη νύχτα, με την καθοδήγηση του Ραββίνου, και έκαψε όλα τα αρχεία, όλα τα έγγραφα και όλα τα βιβλία της Κοινότητας. Την ίδια νύχτα εξαφανίστηκαν και όλοι οι ηγέτες των Εβραίων. Ο Μπαρτζιλάι κατέφυγε σε ένα φιλικό του σπίτι στο Κολωνάκι. Ο δικηγόρος Ηλίας Κεφαλίδης, σύνδεσμος της Αντίστασης, μεσολάβησε για τη φυγάδευση του Ραββίνου στο βουνό. Στις 25 Σεπτεμβρίου οι περισσότεροι Εβραίοι της Αθήνας είχαν ήδη εξαφανιστεί. 
Βλέποντας μετά από δυο – τρεις μέρες ο Βισλιτσένυ ότι ο Μπαρτζιλάι δεν επανήλθε, άρχισε να υποψιάζεται ότι ο Ραββίνος τον ξεγέλασε. Πηγαίνοντας στα γραφεία της Κοινότητας και βρίσκοντας τα πάντα κλειστά, διέταξε με λύσσα να παραβιαστεί η πόρτα. Από την αταξία και τα καμένα χαρτιά κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Έξαλλος ο δήμιος επανήλθε στο γραφείο του και υπαγόρευσε στον στρατηγό Στρόοπ μια διαταγή που καλούσε όλους τους Εβραίους να επανέλθουν τάχιστα στις μόνιμες κατοικίες τους. Τους έταξε προθεσμία πέντε ημερών για να παρουσιαστούν στα γραφεία της Κοινότητας και να καταγραφούν στα μητρώα, δηλώνοντας τις διευθύνσεις τους. Απειλούσε με τουφεκισμό όσους δεν συμμορφώνονταν, ενώ ίδρυσε ένα νέο Κοινοτικό Συμβούλιο, το «Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων». Επέστησε την προσοχή των ελληνικών αστυνομικών αρχών στην ακριβή εκτέλεση της διαταγής, προβλέποντας αυστηρές κυρώσεις για τους Αθηναίους, που τυχόν θα τολμούσαν να κρύψουν Εβραίους ή να διευκολύνουν τη διαφυγή τους
Δυστυχώς βρέθηκαν στην Αθήνα 1.200 περίπου Εβραίοι που συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του Στρόοπ. Ο αιμοσταγής Βισλιτσένυ παρακολουθούσε την προσέλευση των αγωνιώντων Εβραίων, που έρχονταν διστακτικοί και περίφοβοι να εγγραφούν στα μητρώα. Η φτώχεια και η απόγνωση έκανε τους θλιβερούς αυτούς ανθρώπους να μην μπορούν να κρύβονται συνεχώς. Προσέρχονταν με κάποια ελπίδα, αφού τους υπόσχονταν βοήθεια και εξεύρεση εργασίας. Έτσι, ένα μήνα μετά την εγκαθίδρυση του νέου «Συμβουλίου των Πρεσβυτέρων», 2.000 περίπου Εβραίοι ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα. Όταν η καταγραφή σταμάτησε στον αριθμό των 2.000, ο Βισλιτσένυ κατάλαβε ότι η μεγάλη μάζα των Εβραίων του είχε ξεφύγει. Ήθελε ωστόσο να συμπληρώσει τα τρόπαιά του με τη σύλληψη και την εξόντωση έστω και των 2.000. Βρήκε όμως αντίθετο τον τότε πρεσβευτή της Γερμανίας, ο οποίος έκρινε ότι οι μέθοδοί του ήταν πια ξεπερασμένες. Ο μεγάλος αυτός δήμιος έπρεπε να φύγει από το προσκήνιο. Χρειαζόταν μια νέα τακτική, για να προσελκύσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων. Σε αντικατάστασή του ήρθε ο Μπούγκερ, που ανέλαβε να εκτελέσει τα εξοντωτικά σχέδια του Χίμλερ. Με τη βοήθεια καταδοτών, περίπου 200 επιπλέον Εβραίοι ανασύρθηκαν από τις κρυψώνες τους και παραδόθηκαν στα νύχια της Γκεστάπο.
Η μοιραία μέρα υπήρξε η Παρασκευή 23 Μαρτίου 1944: Η Γκεστάπο, με ένα αιφνιδιαστικό μπλόκο στη Συναγωγή της Αθήνας, συνέλαβε όλους τους παρόντες, περίπου 350 άτομα, κυρίως άνδρες. Ταυτόχρονα, γερμανικά καμιόνια άρπαξαν τις γυναίκες και τα παιδιά από τις κατοικίες τους και τους μετέφεραν στη Συναγωγή. Έτσι συγκεντρώθηκαν 800 περίπου άτομα. Δεν γινόταν καμιά διάκριση μεταξύ ξέων υπηκόων. Μάταια διαμαρτυρήθηκε ο Ισπανός πρέσβης. Του απάντησαν ψυχρά, ότι οι συλλήψεις έγιναν κατόπιν διαταγής του Βερολίνου. Οι 800 αιχμάλωτοι έμειναν χωρίς τροφή και νερό στη Συναγωγή ως το σούρουπο του Σαββάτου. Ύστερα ήρθαν κλειστά καμιόνια, και τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι, όπου έσμιξαν με τους άλλους Εβραίους που είχαν πιαστεί προηγουμένως. Εκεί οι δυστυχείς αιχμάλωτοι υπέστησαν τους συνηθισμένους ξυλοδαρμούς, εξευτελισμούς και κακοποιήσεις.
Την Κυριακή 2 Απριλίου, οι Εβραίοι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και οι ξένοι υπήκοοι, μεταφέρθηκαν με κλειστά αυτοκίνητα στο σταθμό του Ρουφ. Εν τω μεταξύ οι Ναζί είχαν συλλάβει 1.200 Εβραίους από την Πρέβεζα, την Άρτα, το Αγρίνιο και την Πάτρα. Τους είχαν μαντρώσει και εκείνους στο Χαϊδάρι, για να μη χάσουν την ευκαιρία να τους συμπεριλάβουν στην ίδια αποστολή. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, που έτρεξε να προλάβει να τους δώσει κάποια βοήθεια, εμποδίστηκε βάρβαρα από τους εξαγριωμένους Ναζί.
Ο συρμός σχηματίστηκε από 30 βαγόνια. Ξεκίνησε την 1μ.μ. για την Πολωνία. Στη Λάρισα η συγκομιδή έγινε πλουσιότερη. Προστέθηκαν και άλλοι 2.400 αιχμάλωτοι, που είχαν πιαστεί στο Βόλο, στα Τρίκαλα και, προ παντός, στα Ιωάννινα. Όταν ο φιδωτός συρμός των μελλοθανάτων πέρασε από το σταθμό της Θεσσαλονίκης, περιείχε 5.200 άτομα, στριμωγμένα μέσα σε 84 βαγόνια. Εξακολούθησε το μακάβριο ταξίδι του και έφτασε στο σταθμό του Άουσβιτς στις 10 Απριλίου. Εκεί ήταν ο τόπος της Γεένης: Οι ασφυκτικοί θάλαμοι αερίων, τα κρεματόρια με τους φούρνους των καιομένων πτωμάτων.
Ένας μικρός μόνο αριθμός Εβραίων με ισπανική υπηκοότητα είχε την τύχη να μεταφερθεί στο στρατόπεδο «διέλευσης» Μπέργκεν-Μπέλσεν και να απελευθερωθεί από εκεί για να φθάσει στην Ισπανία, έπειτα από ατελείωτες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Γερμανίας και Ισπανίας.
Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή των επιζώντων, η Αθήνα έφτασε να έχει μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων από ότι προπολεμικά, αφού πολλοί επιζώντες από τις αφανισμένες εβραϊκές κοινότητες της επαρχίας, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συρρεύσουν στην Αθήνα, για να ζήσουν κοντά σε ομοθρήσκους τους.
 
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ

Μετά την απελευθέρωση η Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας ξαναϊδρύεται και ο πληθυσμός της αυξάνεται. Όσοι σώθηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και μέλη άλλων κοινοτήτων εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Η Κοινότητα της Αθήνας έφτασε την ίδια περίοδο να αριθμεί τα 5.000 άτομα. Λίγο αργότερα, όμως, εξ αιτίας της μετανάστευσης ο πληθυσμός μειώθηκε στα 3.000 άτομα.Η Κοινότητα άρχισε πάλι να λειτουργεί. Αντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα, όπως οικονομικά για την επαναλειτουργία και ψυχολογικά για τους ανθρώπους εκείνους που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα. Τον πρώτο καιρό υπήρχε ακόμα και πρόβλημα σίτισης. Η «Τζόιντ» προσέφερε αποτελεσματικά τη βοήθειά της σ’ αυτή τη φάση. Ενώ δημιουργήθηκε και ιατρείο για την παροχή κάθε ιατρικής βοήθειας. Συστάθηκαν, επίσης, εκπαιδευτικά κέντρα της ΟΡΤ και ξενώνες για τα κορίτσια, που είχαν χάσει τις οικογένειές τους. Όλα τα εβραϊκά ιδρύματα ιδρύθηκαν από την αρχή σε μια προσπάθεια να αναστηθεί η εβραϊκή ζωή της Ελλάδας.
 

Σήμερα ζουν στην Αθήνα 2.500 Εβραίοι, οι οποίοι αποτελούν τη μεγαλύτερη Ισραηλιτική Κοινότητα της χώρας. Στην Αθήνα λειτουργούν δύο Συναγωγές, Εβραϊκό Δημοτικό Σχολείο, Πνευματικό Κέντρο και εβραϊκό νεκροταφείο. Τον Μάιο του 2010 τοποθετήθηκε στο Θησείο, κοντά στις Συναγωγές, Μνημείο Ολοκαυτώματος.

Το 2016 τοποθετήθηκε, στα κάγκελα του προαυλίου της Συναγωγής Μπεθ Σαλόμ της Αθήνας, το Μνημείο των Ελλήνων Δικαίων των Εθνών Αθηνών.  Με το Μνημείο αυτό -που έχει τη μορφή βιβλίου με τα ονόματα των Ελλήνων Δικαίων χαραγμένα στις σελίδες του- ο Ελληνικός Εβραϊσμός αποδίδει την οφειλόμενη τιμή στους ήρωες της Κατοχής, τους Έλληνες Χριστιανούς που με αυταπάρνηση έσωσαν πολλούς Εβραίους συμπατριώτες τους, θέτοντας σε κίνδυνο τη δική τους ζωή και εκείνη των οικογενειών τους.

Στην Αθήνα έχουν, επίσης, την έδρα τους ο κεντρικός συντονιστικός φορέας του ελληνικού εβραϊσμού, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος, το Eβραϊκό Μουσείο Ελλάδος και το Γηροκομείο «Ρέστειον».