Documento, 29.1.2019. Συνέντευξη του Λεόν Σαλτιέλ στους: Παναγιώτη Φρούντζο & Θανάση Καραμπάτσο

Τρεις Εβραίες µητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης»: αυτός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου «Μη µε ξεχάσετε», στο οποίο ο διδάκτορας Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (µε επίκεντρο το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης) στο Πανεπιστήµιο Μακεδονίας Λεόν Σαλτιέλ συγκέντρωσε και επιµελήθηκε τις επιστολές της Σαρίνας Σαλτιέλ, της Ματίλντας Μπαρούχ και της Νεάµα Καζές.

Τρεις µητέρες γράφουν στους γιους τους που βρίσκονται στην Αθήνα το διάστηµα από τον Ιανουάριο του 1942 έως τα µέσα Απριλίου του 1943. Μέσα από αυτό το σώµα της αλληλογραφίας ξεδιπλώνονται εικόνες ζωής των µελών µιας κοινότητας που φέρει έναν ιδιαίτερο πολιτισµό αιώνων και βρίσκεται ένα βήµα πριν από την κατάβασή της στη ναζιστική κόλαση.

Πώς καταλήξατε να συγκεντρώσετε και να εκδώσετε αυτές τις επιστολές; Θεωρείτε ότι συνεισφέρουν στη γνώση ενός πολιτισµού της καθηµερινότητας σε κίνδυνο;

Στις µεταπολεµικές µαρτυρίες των επιζώντων υπεισέρχονται τόσο ο παράγοντας της υστερογνωσίας όσο και ο µηχανισµός της µνήµης που παραλλάζει κάπως τα γεγονότα και συνεπώς αλλοιώνεται η πιστότητα της απεικόνισης της πραγµατικότητας. Ενώ, αντίθετα, µαρτυρίες που είναι γραµµένες την περίοδο της Κατοχής έχουν µεγάλη αυθεντικότητα. Τα σώµατα των επιστολών που επιµελήθηκα περιέχουν την αλληλογραφία τριών Εβραίων µητέρων που γράφουν στους γιους τους. Η επικοινωνία τους σταµατά όταν φεύγουν τα τρένα για το Άουσβιτς. Ζουν τις τελευταίες τους ηµέρες στη γενέτειρά τους. Οι επιστολές παρέχουν πλούσια στοιχεία για τον πολιτισµό της καθηµερινότητάς τους: από το τι έτρωγαν έως το πώς σκέφτονταν και από τη σχέση τους µε τους χριστιανούς έως και το τι γνώριζαν για τον ρόλο της εβραϊκής ηγεσίας. Είναι µοναδικό πανευρωπαϊκά αυτό το σώµα των επιστολών. Εχουν δηµοσιευτεί επιστολές αναφορικά µε το Ολοκαύτωµα, αλλά είναι µία ή δύο από κάθε άτοµο. ∆εν είναι δεκαπέντε από τον ίδιο επιστολογράφο προς τον ίδιο παραλήπτη. Για το πρωτογενές αυτό υλικό δεν ήθελα να καταλήξω σε συµπεράσµατα, θέλω ο αναγνώστης να εξαγάγει τα δικά του.

Στις επιστολές τους οι τρεις µανάδες αναφέρονται σε φήµες που άκουσαν σχετικά µε την τύχη των Εβραίων στην Ευρώπη;

Το µόνο που γνωρίζουν είναι ότι φεύγει ο κόσµος. Και το γράφουν υπογραµµίζοντας µάλιστα ότι είναι ζήτηµα αν βγουν ζωντανές από αυτήν τη δοκιµασία. Γιατί ξέρουν ότι οι συνθήκες ταξιδιού µε το τρένο είναι απάνθρωπες. ∆εν ξέρουν ότι ο τελικός προορισµός τους είναι ο βιοµηχανοποιηµένος θάνατος, αλλά γνωρίζουν ότι το ταξίδι θα τις εξοντώσει.

Οι επιστολές ξεχειλίζουν από δυνατά συναισθήµατα. Νιώθω ότι απουσιάζει ο φόβος – αγωνία υπάρχει, αλλά όχι φόβος. Αυτό δεν σηµαίνει έλλειψη ενηµέρωσης από την πλευρά της ηγεσίας της κοινότητας;

Ωραία το θέτεις, αλλά µην ξεχνάς ότι η κατάσταση για τους Εβραίους στην πόλη αλλάζει ριζικά εντός λίγων εβδοµάδων. Η ιστοριογραφία τον τελευταίο καιρό έχει προσπαθήσει να διερευνήσει και να αποτιµήσει τον ρόλο του αρχιραβίνου Τσβι Κόρετς κάνοντας αναγωγές και στο γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Υπήρχαν χιλιάδες ηγέτες στην Ευρώπη, δεν ήταν ο µοναδικός που είχε να αντιµετωπίσει τέτοιου είδους διλήµµατα. Απ’ όλους αυτούς µόνο ένας αυτοκτόνησε – όχι κατά τη διάρκεια των διωγµών. Ο Κόρετς δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Στο ηµερολόγιο του Γιοµτώβ Γιακοέλ, του νοµικού συµβούλου της κοινότητας εκείνο τον καιρό, φαίνεται ότι δεν υπάρχει σκέψη για αντίσταση µε όπλα ή για µαζική φυγή. Αυτές οι σκέψεις αρχίζουν µόλις έφυγε το πρώτο τρένο. Τότε ξεκινούν οι προσπάθειες αυτοδιάσωσης, προσεγγίζοντας είτε τον µητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο είτε τον ∆αµασκηνό στην Αθήνα είτε τον κατοχικό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο είτε τον Ερυθρό Σταυρό ή τον Ελβετό πρεσβευτή. Όταν βλέπουν ότι δεν γίνεται τίποτε, οι πιο εύποροι, αυτοί που είχαν τα µέσα και τις επαφές, προσπαθούν να µεθοδεύσουν τη φυγή τους. Γιατί τα πρώτα τρένα γεµίζουν µε τις φτωχότερες τάξεις που µένουν κοντά στον σταθµό. Οι υπόλοιποι πίστεψαν ότι τους παίρνουν επειδή είναι κοµµουνιστές. Όταν ο Κόρετς αντιλαµβάνεται ότι αυτό είναι µη αναστρέψιµο, δραστηριοποιείται. Συναντά τον Ιωάννη Ράλλη τις πρώτες µέρες της πρωθυπουργίας του. Του απαντάει ότι δεν µπορούσε να κάνει κάτι. Έμαθαν οι Γερµανοί για τη συνάντηση, συλλαµβάνουν και φυλακίζουν τον αρχιραβίνο και από τη φυλακή µεταφέρθηκε στο τρένο. Στις µαρτυρίες των επιζώντων ο Κόρετς είναι ο αποδιοποµπαίος τράγος· ήταν ξένος µε µοντέρνο πνεύµα, ήταν φίλος µε τον βασιλιά και τον Μεταξά. Ήταν εύκολο για την κοινότητα και τις ελληνικές αρχές να µεταφέρουν την ευθύνη σε ένα µόνο πρόσωπο. Σταδιακά παρουσιάζονται εργασίες που επανεξετάζουν τον ρόλο του. Προδότης δεν ήταν· µπορεί να ήταν κακός ηγέτης. Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι κανείς δεν γεννιέται για τέτοιες καταστάσεις.

Ο διωγµός της εβραϊκής κοινότητας δεν φαίνεται να ενόχλησε ιδιαίτερα την τοπική κοινωνία, η οποία στη συνέχεια επιδόθηκε στην καταπάτηση των εβραϊκών περιουσιών. Το στρώµα των εµπόρων, ας πούµε, επωφελήθηκε από την απουσία των «άλλων».

Όχι µόνο οι έµποροι αλλά και η Εκκλησία, ο δήµος κ.ά. Έγινε απίστευτο αλισβερίσι, µια λεηλασία πέρα από κάθε λογική. Αυτό ήταν ένα ταµπού της Θεσσαλονίκης και είναι ένας από τους λόγους που ίσως εξηγούν τη σιωπή που κυριαρχεί για το Ολοκαύτωµα. Τη δεκαετία του ’50 ο Ελληνας πρεσβευτής στη Χάγη πήγε στα αποκαλυπτήρια ενός µνηµείου του Ολοκαυτώµατος και γράφει επιστολή προς την Αθήνα λέγοντας: «Παρέστησα σε αυτή την τελετή και σκέφτηκα ότι και στη Θεσσαλονίκη υπήρχε µια πολύ µεγάλη και ακµάζουσα εβραϊκή κοινότητα η οποία εξαρθρώθηκε στο Ολοκαύτωµα. Γιατί δεν την τιµούµε;». Περισσότερο από έναν χρόνο µετά έρχεται η απάντηση από το υπουργείο Εξωτερικών, που αναφέρει ότι ρώτησαν κύκλους επιχειρηµατικούς, δηµοσιογραφικούς και πολιτικούς της Θεσσαλονίκης οι οποίοι δεν θέλουν να γίνει κάτι τέτοιο. Παρόλο που αφανίστηκε η κοινότητα, φαίνεται ότι τα αισθήµατα µίσους δεν έχουν εξαλειφθεί. Και το γράφουν αυτό από Αθήνα για ένα µνηµείο. Το µνηµείο τοποθετήθηκε το 1997. ∆εν το ήθελαν οι ελίτ της πόλης µεταπολεµικά.

Φαντάζοµαι ότι δεν έγινε επειδή οι ελίτ ένιωθαν ενοχές για την Κατοχή, αλλά επειδή λεηλάτησαν και καταπάτησαν τις περιουσίες των Εβραίων.

Αυτό είναι αλήθεια, γιατί ενοχή δεν βλέπεις. Η ενοχή, τουλάχιστον σε εισαγωγικά, φαίνεται τώρα. Τη βλέπεις, ας πούµε, στον λόγο του Μπουτάρη. Τότε δεν τους φαινόταν σαν κάτι κακό.

Γιατί τώρα υπάρχει η ασφάλεια του χρόνου.

Νοµίζω ότι από το 1912 η Θεσσαλονίκη γίνεται ουσιαστικά ελληνική µετά το 1943. Αυτά τα τριάντα χρόνια η ελληνική διοίκηση και οι ντόπιες ελίτ προσπαθούν να εξελληνίσουν την πόλη και να σβήσουν όλες τις ξένες επιρροές. Αν δείτε τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής στον µεσοπόλεµο, υπάρχουν συζητήσεις στις οποίες κατηγορείται η εβραϊκή κοινότητα ότι δεν θέλει να ελληνοποιηθεί. Από την άλλη, οι ελίτ της Αθήνας συµπεριφέρθηκαν τελείως διαφορετικά από εκείνες της Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κατοχή οι πρώτες κατέβαλαν µεγαλύτερη προσπάθεια να διασώσουν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης παρά οι ελίτ της ίδιας τους της πόλης. Η σκέψη των τελευταίων, σε µεγάλο βαθµό, ήταν πώς θα γίνει η διαχείριση των περιουσιών των Εβραίων που αφήνουν πίσω.

Ακούγεται σαν το «δεν είµαστε ρατσιστές» των Ελλήνων τη δεκαετία του ’70, όταν οι µετανάστες και οι πρόσφυγες ήταν ευάριθµοι.

Το αλβανικό έπος, µε την αθρόα συµµετοχή Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ήταν καταλυτικό ώστε να αρχίσουν να θεωρούνται Ελληνες. Αυτό όµως δεν ήταν αρκετό ώστε στη Θεσσαλονίκη να τους προστατέψουν οι τοπικές αρχές. Ελληνες όχι απλώς µε την έννοια της εθνικής καταγωγής, αλλά µε εκείνη του πολίτη. Στον µεσοπόλεµο επίσηµη κρατική πολιτική ήταν να εξελληνιστεί η πόλη. Υπάρχουν συντεταγµένες δυνάµεις στη Θεσσαλονίκη για να χτίσουν την αφήγηση ότι είµαστε εδώ από τους αλεξανδρινούς και τους βυζαντινούς χρόνους, είµαστε µια συνέχεια. Ο Αθηναίος δεν έχει να αποδείξει κάτι σε κανέναν.

Ο αντισηµιτισµός στη Θεσσαλονίκη ενδηµεί από τα 30s, όταν οργανώνεται το πογκρόµ του Κάµπελ και 10.000 Εβραίοι εγκαταλείπουν την πόλη.

Υπάρχουν τριβές του εβραϊκού στοιχείου µε το ελληνικό κράτος προτού τα τρία Ε (Εθνική Ενωσις Ελλάς) κάνουν το πογκρόµ. Ας δούµε τη µεγάλη πυρκαγιά του 1917, όταν εξαφανίστηκε το µεγαλύτερο κοµµάτι της πόλης που ήταν εβραϊκό. Το 90% των πληγέντων ήταν Εβραίοι. Ο Βενιζέλος µε το σχέδιο Εµπράρ ξεκίνησε πρόγραµµα εξελληνισµού της όψης της πόλης για να φύγουν οι συναγωγές και οι Εβραίοι από το κέντρο, όπως βέβαια και το νεκροταφείο πάνω στο οποίο σήµερα βρίσκεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο. Αλλα θέµατα τριβής ήταν η αργία του Σαββάτου και οι ξεχωριστοί εκλογικοί κατάλογοι.

Πηγή: Documentonews.gr, 29.1.2019 και στο ένθετο της εφημερίδας Documento, DocVille  no. 115, 27.1.2019