Στην εξάπλωση του αντισημιτισμού, αλλά και στην επιτακτική ανάγκη καταπολέμησής του, αναφέρθηκε ο δρ Ευστάθιος Λιανός Λιάντης, ειδικός γραμματέας Θρησκευτικής και Πολιτιστικής Διπλωματίας και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διεθνή Συμμαχία για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA), ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διάσκεψη του ΟΑΣΕ για την Καταπολέμηση του Αντισημιτισμού, που πραγματοποιήθηκε στην Μπρατισλάβα το διήμερο 5-6 Φεβρουαρίου 2019.

Ειδικότερα, κατά την παρέμβασή του στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Διάσκεψης, ο δρ Λιάντης επισήμανε ότι «όσοι έχουμε ασχοληθεί με τη μελέτη του φαινομένου του αντισημιτισμού παρατηρούμε πως αυτός ο κοινωνικός ιός όχι μόνο δεν σταματάει να εξαπλώνεται και να μολύνει ανθρώπους όλων των κοινωνικών και ηλικιακών στρωμάτων, αλλά συνεχώς μεταλλάσσεται, αποκτώντας ηπιότερες ή επιθετικότερες μορφές ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον, το επίπεδο μόρφωσης, την εθνική, πολιτική ή θρησκευτική ομάδα εντός των οποίων δρα».

Επ αυτού, πρόσθεσε ότι «τροφοδοτείται, μάλιστα, από πηγές παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, οι οποίες μπορεί να είναι ομόριζες ή αντιθετικές μεταξύ τους, όπως τα εξτρεμιστικά πολιτικά άκρα και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός».

Επιπρόσθετα, τόνισε ότι «ο αντισημιτισμός, ως πολιτική άποψη, ως θρησκευτική αντίληψη, ως ιδεολογική τάση αποτελεί μείζον κοινωνικό ζήτημα, που στοιχειώνει την Ευρώπη για αιώνες και κρίνει την ηθική υπόσταση του Δυτικού Πολιτισμού. Ο παραλογισμός του φαινομένου γίνεται κατανοητός από την αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος, του πλέον αποτυπωμένου και καταγεγραμμένου μαζικού εγκλήματος στην ανθρώπινη ιστορία. Στις τάξεις των αντισημιτών, στις οποίες γίνεται αποδεκτή όλη η τερατώδης παραφιλολογία των κάθε είδους συνωμοσιολόγων, απορρίπτεται ή αμφισβητείται το Ολοκαύτωμα, το οποίο μάλιστα κατέγραψαν οι ίδιοι οι εγκληματικοί δράστες του».

Ο ειδικός γραμματέας Θρησκευτικής και Πολιτιστικής Διπλωματίας έκανε λόγο, εν συνεχεία, για τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, που «έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, υιοθέτησαν νομοθετικές πρωτοβουλίες και εκπαιδευτικές δράσεις ενάντια στον αντισημιτισμό και τη διαστρέβλωση των γεγονότων του Ολοκαυτώματος». Ωστόσο, όπως είπε, αυτά τα μέτρα αποδεικνύονται ανεπαρκή βάσει του αποτελέσματος.

Σε αυτό το σημείο του λόγου του, εξέφρασε την άποψη ότι «σε αυτήν την άνιση μάχη του ορθολογισμού με το ανορθολογικό μίσος χρειάζεται να συνταχθούν όλες οι υγιείς πνευματικές και θρησκευτικές δυνάμεις. Νομίζω ότι έχει φτάσει η στιγμή να δούμε μία κοινή, ισχυρή διακήρυξη ενάντια στον αντισημιτισμό από τους ηγέτες των τριών μεγαλύτερων χριστιανικών ομολογιών της Ευρώπης. Ένα κείμενο που θα διαβαστεί σε όλους τους χριστιανικούς χώρους λατρείας και θα κοινοποιηθεί μέσω των δικτύων ενημέρωσης των Εκκλησιών σε κάθε πιστό. Το ίδιο πρέπει να επιδιωχθεί και από τους Μουσουλμάνους θρησκευτικούς ηγέτες στην Ευρώπη».

Ακολούθως, μίλησε για τις ενέργειες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, όπου «τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουμε καταφέρει να συντονίσουμε όλους τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, ώστε οι δράσεις να παράγουν ισχυρό και διαρκές αποτέλεσμα, ειδικότερα στην κατάρτιση και την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εκπαίδευση. Σημαντικό γεγονός κατά το προηγούμενο έτος αποτέλεσε η θεμελίωση του Μουσείου Ολοκαυτώματος Ελλάδος στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τον Πρόεδρο του κράτους του Ισραήλ και τον πρωθυπουργό της Ελλάδος. Η αποστολή του μουσείου βασίζεται σε τρεις άξονες, οι οποίοι αποτελούν και πολιτικές για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού. Πρώτον, να αποτίσει φόρο τιμής στην εβραϊκή ζωή της Ελλάδας που καταστράφηκε στον Ολοκαύτωμα. Δεύτερον, να γιορτάσει τα 2.000 χρόνια παρουσίας των Εβραίων στην πόλη, συμπεριλαμβανομένης και της επιστροφής τους το 1945. Και τρίτον, να εμπνεύσει τις επόμενες γενιές έτσι ώστε να κατανοήσουν πως τα μαθήματα του παρελθόντος μπορούν να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε και το μέλλον. Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, έχει η ανάθεση στην Ελλάδα της προεδρίας της Διεθνούς Συμμαχίας για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος για το έτος 2021, προοπτική που φέρνει την Ελλάδα στον πυρήνα των χωρών με σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τα θέματα της καταπολέμησης του αντισημιτισμού».

Ακολούθως, υπογράμμισε πως «για όλες τις πολιτικές, πνευματικές και θρησκευτικές δυνάμεις το πρόβλημα του αντισημιτισμού πρέπει να είναι πάντα ένα ζήτημα όπου η ανάλυση και η εναντίωση σε αυτόν να αποτελεί θέση αρχής. Ο αντισημιτισμός παραμένει δομικό στερεότυπο των σημερινών κοινωνιών, με αποτέλεσμα οι μεταμορφώσεις του να κυκλοφορούν με νέα επιχειρήματα και να έχουν ως όχημα νέες σημασίες. Το πλέον κοινό παράδειγμα είναι η χρήση εβραιοφοβικών στερεοτύπων στην κριτική προς το κράτος του Ισραήλ. Ανεξάρτητα από το επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων και επαφών με το Ισραήλ, καμία χώρα δεν δικαιούται να αμφισβητεί τη σημασία της ύπαρξης αυτού του κράτους, γιατί όπως επεσήμανε ο επιζών του Ολοκαυτώματος φιλόσοφος, Jean Améry, «Όποιος αμφισβητεί το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ είτε είναι τόσο ανόητος ώστε να μην αντιλαμβάνεται ότι συμβάλλει στην υλοποίηση ενός νέου ‘Αουσβιτς είτε συνειδητά στοχεύει σε ένα νέο ‘Αουσβιτς». Το Ισραήλ, το κράτος που δημιουργήθηκε από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος, αποτελεί την τελευταία άμυνα που έχουν οι Εβραίοι σε έναν κόσμο που παραμένει μολυσμένος από τον αντισημιτισμό», συμπλήρωσε.

Καταληκτικά, ο δρ Λιάντης σημείωσε ότι «κάθε αντιφασισμός χωρίς ρητή εναντίωση στον αντισημιτισμό είναι ελλειμματικός. Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να αντιταχθούμε σε κάθε επανεμφάνιση του φαινομένου με όποια αμφίεση και να ενδύεται. Χρειάζεται ο αγώνας ενάντια σε αυτήν την πολιτική, πνευματική και ηθική χρεοκοπία, που είναι ο αντισημιτισμός, να γίνει πανευρωπαϊκή υπόθεση πριν να είναι πάρα πολύ αργά».

Στη διάσκεψη έλαβαν μέρος εκπρόσωποι κυβερνήσεων και πολιτικοί ηγέτες, καθώς και φορείς από τον ακαδημαϊκό κόσμο, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα μέσα ενημέρωσης, συγκροτώντας ένα φόρουμ διαλόγου σχετικά με τις προκλήσεις και τις ορθές πρακτικές αντιμετώπισης του αντισημιτισμού. Τα αποτελέσματα της Διάσκεψης θα χρησιμεύσουν ως πλατφόρμα για την κατάρτιση και προώθηση διαφόρων συμπληρωματικών προσεγγίσεων σύμφωνα με τις υφιστάμενες δεσμεύσεις του ΟΑΣΕ.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ / Ελένη Μαχαίρα, 6.2.2019