του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ

Δούλευε «κάτω από τη μύτη» της Γκεστάπο για τη φυγάδευση από το γκέτο Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στα είκοσί της χρόνια πλαστογραφούσε έγγραφα Ελλήνων Εβραίων, «βαφτίζοντάς» τους Ιταλούς για να γλιτώσουν το Αουσβιτς. Και έσωσε κάμποσους, αρκετούς. Η ίδια, φοβούμενη ότι μπορεί να συλληφθεί από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Αλβανία, αλλά εκεί εγκλωβίστηκε επί σαράντα πέντε χρόνια στο «στρατόπεδο συγκέντρωσης» του Χότζα.
Σήμερα, στα ενενήντα έξι της χρόνια, η Ντρίτα Τζιόμο, χωρίς παράσημα και τιμές για τη βαθιά ανθρωπιστική και άκρως επικίνδυνη δράση της στην κατοχή, ζει με τις αναμνήσεις της σε ένα διαμέρισμα, επί της οδού Βασιλίσσης Ολγας, στη Θεσσαλονίκη, πλάι ακριβώς από το ερειπωμένο πλέον κτίριο του ιταλικού προξενείου, όπου στην κατοχή είχε στηθεί το κέντρο σωτηρίας για Εβραίους...
Φοιτήτρια της νομικής ακόμα η Ντρίτα Τζιόμο, με μητέρα Ιταλίδα και πατέρα από τα Ζαγοροχώρια, προσελήφθη ως διερμηνέας στην ιταλική διπλωματική αποστολή, με προϊστάμενό της τον πρόξενο Γουέλφο Ζαμπόνι, πρόσωπο εμβληματικό για τους ανά τον κόσμο Εβραίους, οι οποίοι μετά τον πόλεμο του απέδωσαν μεγάλες τιμές για τη δράση του, για την οποία κατετάγη στους «Δίκαιους των Εθνών».

Ο πρόξενος
«Με οδηγίες του προξένου πλαστογραφούσα τα χαρτιά και εκείνος τα υπέγραφε. Ηταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, δεν είχε σχέση με τον φασισμό του Μουσολίνι, βοήθησε πολλούς Εβραίους», λέει. Τι ήταν τα «χαρτιά» της Ντρίτα Τζιόμο; Ηταν τα «ausweis», οι πλαστές ταυτότητες με τις οποίες εμφάνιζαν Ελληνες Εβραίους ως έχοντες μακρινή ιταλική καταγωγή. Αυτό, λοιπόν, το «ausweis» αποτελούσε για τον κάτοχό του το διαβατήριο προς τη σωτηρία, αφού επιδεικνύοντάς το μπορούσε να βγει από το γκέτο, να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να περάσει στην ιταλική ζώνη κατοχής, κυρίως στην Αθήνα, γλιτώνοντας έτσι το Αουσβιτς.
Στο «εργαστήριο ζωής» που είχε εγκαταστήσει και λειτουργούσε στο ιταλικό προξενείο ο Γουέλφο Ζαμπόνι, η Ντρίτα Τζιόμο αποτελούσε βασικό κρίκο. «Ολα γίνονταν σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας. Ο πρόξενος δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό που κάναμε. Ο κάθε ένας ήξερε τη δουλειά του. Ο άνθρωπος που είχε τις επαφές με τους έγκλειστους στο γκέτο Ελληνες Εβραίους ήταν ο Λουτσίλο Μέρτσι, στρατιωτικός ακόλουθος και γερμανομαθής. Φτιάχναμε ψεύτικα έγγραφα ότι δήθεν η γιαγιά κάποιου Εβραίου ήταν Ιταλίδα και άλλα τέτοια. Μετά ο Λουτσίλο Μέρτσι έπαιρνε τους κατόχους τους με το αυτοκίνητό του και τους πήγαινε μέχρι το Πλατύ Ημαθίας, που ήταν η τελευταία ζώνη ελέγχου των Γερμανών, και τους περνούσε στην ιταλοκρατούμενη περιοχή. Εκαναν έτσι ένα μεγάλο βήμα για τη σωτηρία τους...», εξιστορεί η Τζιόμο, και στη σχετική ερώτησή μας απαντάει: «Ναι, οι Γερμανοί κάτι είχαν μυριστεί, αλλά δεν ήταν εύκολο να ψάξουν για να επιβεβαιώσουν τη γνησιότητα των εγγράφων».
Οταν τα πράγματα άρχισαν να αγριεύουν, και οι Γερμανοί σκότωναν εν ψυχρώ και αδιακρίτως αθώους, ο πατέρας της Τζιόμο αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να εγκαταλείψουν κρυφά τη Θεσσαλονίκη, Να πάνε όμως πού; Επέλεξαν την κοντινή Αλβανία.

Πού να φανταστούν ότι θα γλίτωναν από τη γερμανική μπότα και θα αναγκάζονταν να ζήσουν κάτω από την μπότα του Χότζα;

«Φοβερή φυλακή»

«Εγκλωβιστήκαμε εκεί, χωρίς καμία δυνατότητα να φύγουμε, ούτε καν να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο. Ημασταν κλεισμένοι σε μια φοβερή φυλακή. Δεν μαθαίναμε τίποτα για το σπίτι μας, τους συγγενείς μας, τι γινόταν στην Ελλάδα. Μια μέρα, ζούσε ο Χότζας ακόμα, πλησίασε τον αδερφό μου ένας γνωστός του στον δρόμο και του έδωσε μια κάρτα του. Τι είχε συμβεί; Ο άνθρωπος αυτός ήταν ναυτικός και κάποια μέρα που το καράβι του έπιασε στη Θεσσαλονίκη βγήκε στο λιμάνι και ρώτησε κάτι έναν περαστικό. Οταν συστήθηκε στον περαστικό ότι είναι από την Αλβανία, εκείνος του είπε ότι έχει κάποιους γνωστούς στην Αλβανία και του ανέφερε το επώνυμό μας. “Αν τύχει και μάθεις κάτι γι’ αυτούς, δώσε τους την κάρτα μου...”, τον παρακάλεσε. Ο αδερφός μου με ρώτησε αν του λέει κάτι το όνομα της κάρτας, και του είπα ότι τυχαίνει να γνωρίζω τη συγκεκριμένη οικογένεια. Και, μέσω του ναυτικού, τους στείλαμε κρυφά ένα γράμμα στο οποίο λέγαμε ότι ζούμε».

Οταν το καθεστώς κατέρρευσε, η Τζιόμο επέστρεψε με τα παιδιά της στη Θεσσαλονίκη.

«Τίποτα, πλην της παραλίας, δεν μου θύμιζε την πόλη που ήξερα...», καταλήγει η Ντρίτα Τζιόμο.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 5.9.2015