Στις 20.11.2016, με αφορμή το θάνατο του Λέοναρντ Κοέν, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το παρακάτω άρθρο του Χρήστου Τσανάκα με τίτλο «Το τραγούδι είχε τη δική του ιστορία για Άουσβιτς».

Δεν είναι μύθευμα η κοινή πεποίθηση ότι τουλάχιστον κάποια από τα σπουδαία έργα τέχνης, εκείνα που μας χαρίζουν διαχρονικώς υψηλή αισθητική συγκίνηση και πλούτο θετικών συναισθημάτων, που ακονίζουν τη φαντασία μας και διεγείρουν τη θέλησή μας για ζωή, γεννιούνται μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες πόνου και αγωνίας, εμπνέονται από τραγικά γεγονότα και εφιαλτικές εμπειρίες, συνιστώντας συχνά την πνευματική νίκη των δημιουργών τους ενάντια σε μια άκρως ψυχοφθόρο προσωπική ή συλλογική απώλεια. Παρ’ όλα αυτά, παρά τη γενικώς αποδεκτή αιτιώδη σύνδεση ομορφιάς και ασχήμιας στην τέχνη, εξέπληξε τους πάντες το γεγονός ότι ένα από τα πιο αισθαντικά και εγκάρδια τραγούδια του αείμνηστου Λέοναρντ Κοέν, το σαγηνευτικότατο «Dance me to the end of love», το οποίο λόγω της ρομαντικής ατμόσφαιράς του θεωρήθηκε εκ των κορυφαίων ερωτικών ύμνων τού 20ού αιώνα, αναφερόταν τελικά στη φρίκη και την κτηνωδία του Αουσβιτς. Το πραγματικό θέμα του τραγουδιού είναι όντως η απώλεια αγαπημένων προσώπων που ξεψύχησαν στους θαλάμους αερίων, στις αίθουσες βασανιστηρίων ή στα βιομηχανικά εργοτάξια της ναζιστικής εθνοκάθαρσης, και κατά προέκταση η προσωρινή απώλεια της πίστης στη δύναμη της αγάπης ως σωτήριας λύσης στα προβλήματα της ανθρωπότητας, συνεπεία του απόλυτου σοκ της τήξης εκατομμυρίων αθώων θυμάτων στις υψικαμίνους των στρατοπέδων εξόντωσης. Εκείνο ωστόσο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το γεγονός ότι η αφορμή για τη δημιουργία τού εν λόγω τραγουδιού είναι ακόμα πιο συγκεκριμένη. Αφορά ευθέως σε μια εμβληματική προσωπικότητα του στρατοπέδου Αουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου, μια άκρως τραγική μορφή, τον κρατούμενο που σημαδεύτηκε στο χέρι με τον «επουράνιο αριθμό τηλεφώνου» (όπως τον χαρακτήριζαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι, κάνοντας μαύρο χιούμορ αλληλεγγύης) 121000097.

Σε αυτή την ουδέτερη «στάμπα», την αυτόματη αριθμητική έκλειψη της προσωπικότητας, τη γραφειοκρατική μελανιά με την οποία δηλωνόταν ευθαρσώς ο σαδισμός μιας εύτακτης μοιρασιάς πόνου, αντιστοιχούσε η εμβριθής προσωπικότητα του Ελληνοεβραίου Ιάκωβου Στρούμσα (Jacques Strοumsa), γεννηθέντος στη Θεσσαλονίκη το 1913, ο οποίος έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ο «βιολιστής του Αουσβιτς».

Ψυχοπομπός

Στον Στρούμσα και στο μακάβριο καθήκον του εντός του χιτλερικού στρατοπέδου αναφέρεται ο Λέοναρντ Κοέν στο τραγούδι «Dance me to the end of love». Προσέξτε την ειδική νύξη στον στίχο περί «burning violin». Πρόκειται για το φλεγόμενο εκείνο βιολί που αναριγούσε κάτω από τα δεξιοτεχνικά δάχτυλα του Στρούμσα, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος από τους δημίους του, προκειμένου να κερδίσει μια παράταση ζωής, να αποδίδει με άψογο τρόπο κλασικά αριστουργήματα, ως ο αρχιβιολιστής μιας ορχήστρας εγχόρδων με «ειδικά καθήκοντα»: είχε οριστεί από τους ναζί, για λόγους ευταξίας αλλά και σαρκασμού, να συνοδεύει με μουσική τη θλιβερή πορεία των καταραμένων του Τρίτου Ράιχ προς τους θαλάμους αερίων. Η ορχήστρα αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Εβραίους βιρτουόζους, οι οποίοι –σκεφτείτε το λίγο– ερμήνευαν μετά παρρησίας το απαύγασμα του δυτικού και δη γερμανικού μουσικού πολιτισμού (καθώς και στρατιωτικά εμβατήρια), την ώρα ακριβώς που μπροστά τους σπρώχνονταν προς τον θάνατο ομόφυλοι και ομόθρησκοί τους, φίλοι, συγγενείς, αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Ιάκωβος Στρούμσας, ένας εστεμμένος εσταυρωμένος, με την καρδιά του ραγισμένη και την ψυχή του στον πάγο, προσπαθούσε με τα ξυλιασμένα από το αφόρητο κρύο δάχτυλά του να βάλει φωτιά στην ερμηνεία του, εμπνέοντας και την υπόλοιπη ορχήστρα, ώστε να μην τιμωρηθούν συλλήβδην από τους «εκλεπτυσμένης παιδείας» αξιωματικούς των SS που τους επέβλεπαν. Επαιζαν μουσική για την τελευταία πνοή των παιδιών τους, των συζύγων τους, των γονιών τους! Αυτήν ακριβώς την κρυφά σπαρακτική αίσθηση του ενορχηστρωμένου ύστατου αποχωρισμού περιγράφει, με ανατριχιαστικό λυρισμό, απέραντη συμπόνια και με την ελπίδα πως η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, ο Λέοναρντ Κοέν τραγουδώντας «Χόρεψέ με ώς το τέλος της αγάπης». Μοιάζει να πίστευε ακράδαντα ότι στο πρόσωπο του Στρούμσα και στην τέχνη του οι ναζί θέλησαν σαφώς να τιμωρήσουν και να διακωμωδήσουν βάναυσα κάθε ευγενές στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, χρησιμοποιώντας ειρωνικά τη μουσική σαν διακόσμηση του πόνου, αλλά απέτυχαν. Η φάρσα τους ήταν ατελής, υποτελής στην ανεξέλεγκτη δύναμη της μουσικής. Εστω και ως τραγικό τραγούδι της ματαιότητας, που ζωογονεί ύστατες ψευδαισθήσεις στο μυαλό, αυτή η ελάχιστη αυθόρμητη αντίσταση στη χειραγώγηση της τέχνης έχει αξία ως δικαίωση των θετικών αντανακλαστικών της ανθρώπινης φύσης. Ολοι αρπάζουν ξέφτια ευλογίας για να επιβιώσουν, έστω και από καθαρό πείσμα. Και ο ίδιος ο Στρούμσας από πείσμα επέζησε, μεταβολίζοντας μες στη ραγισμένη καρδιά του την ευλογία τής μουσικής, η οποία ως τέχνη δεν θα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει στο ακέραιο τον υπαγορευμένο από τα SS ρόλο της ως τέχνασμα γελοιοποίησης των μελλοθανάτων και τιμωρίας των ψυχοπομπών βιολιστών. «Μετά την άφιξή μας στο στρατόπεδο και τον αφανισμό της γυναίκας μου και των γονιών μου, η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μη βουλιάξω στην απελπισία», εξομολογείται ο Στρούμσας στο βιβλίο του «Διάλεξα τη ζωή. Από τη Θεσσαλονίκη στο Αουσβιτς» (Ιδρυμα ΕΤΣ ΑΧΑΪΜ/Εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997).

ΠΗΓΗ: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ