Οι κοινωνικές υπηρεσίες για τα θύματα του Ναζισμού υποστηρίζονται με χορηγία της Conference on Jewish Material Claims Against Germany.
Η Conference on Jewish Material Claims Against Germany παρείχε κονδύλια για το Πρόγραμμα Επείγουσας Βοήθειας για τα Θύματα των Ναζί κατ’ εντολήν του United States District Court που έχει την εποπτεία για τα ένδικα μέσα της υπόθεσης RE: Holocaust Victim Assets Litigation (Swiss Banks).
On Line
Έχουμε 4266 επισκέπτες συνδεδεμένουςLog in
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΑΞ ΜΕΡΤΕΝ |
![]() |
![]() |
![]() |
του ΔΗΜΗΤΡΗ Κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ* Η δίωξη Γερμανών, που ήταν υπεύθυνοι για σκληρά αντίποινα και απάνθρωπα εγκλήματα απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ιστορίας της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Οι ένοχοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τιμωρήθηκαν για τις πράξεις τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε σαφής η επιθυμία τόσο από τη, διάδοχο του Γ΄ Ράιχ, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και από την Ελλάδα να ρυθμιστεί το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου προς όφελος των διμερών σχέσεων. Οι δύο πλευρές, ωστόσο, διαφωνούσαν στον τρόπο. Η Αθήνα δεχόταν να παραπέμψει τις υποθέσεις στις γερμανικές αρχές με την προϋπόθεση ότι η γερμανική Δικαιοσύνη θα επιλαμβανόταν του θέματος. Από την πλευρά της η Βόννη προτιμούσε να κλείσει το ζήτημα οριστικά με πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς δικαστικές διαδικασίες. Το 1952 (με τον νόμο 2058) η ελληνική Δικαιοσύνη είχε ήδη στείλει περίπου διακόσιες σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη και της απέμεναν τότε ακόμα περίπου εξακόσιες υποθέσεις εγκληματιών πολέμου. Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα πρότεινε να παραπέμψει ακόμα 250 υποθέσεις, όμως η Βόννη, που ήθελε να κλείσει το ζήτημα χωρίς δικές της ενέργειες, απέρριψε την πρόταση – με το επιχείρημα ότι η υλοποίηση της ελληνικής πρότασης όχι μόνο θα επιβάρυνε σημαντικά τη γερμανική Δικαιοσύνη, αλλά θα προκαλούσε και τη δημοσιότητα. Στις διμερείς διαπραγματεύσεις του Ιουνίου του 1956, η Γερμανία ζήτησε να αναβληθούν προσωρινά οι διώξεις κατά των εγκληματιών πολέμου από τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να προετοιμαστεί η γερμανική Δικαιοσύνη για να ρυθμίσει το θέμα. Από τη σύλληψη στην καταδίκη και την έκδοση Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όμως, δεν προχώρησε την υπόθεση –παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά είχε κάνει σαφές ότι επιθυμούσε μια άμεση δίκαιη λύση– και η αναβολή των διώξεων εκ μέρους των ελληνικών αρχών, που είχε συμφωνηθεί το 1956, έληξε. Ετσι, την άνοιξη του 1957 συνελήφθη ο δικηγόρος Μαξ Μέρτεν κατά τη διάρκεια ιδιωτικού ταξιδιού του στην Ελλάδα, κατηγορούμενος για συμμετοχή στη μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την κλοπή των περιουσιών τους, την εποχή που ο ίδιος ήταν αξιωματικός στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης.
Η περίφημη υπόθεση Μέρτεν επιβάρυνε σημαντικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στον ελληνικό Τύπο ξύπνησαν τα φαντάσματα της γερμανικής κατοχής και ξαναεμφανίστηκαν αντιγερμανικά αισθήματα, που πολλοί νόμιζαν ότι είχαν ξεπεραστεί. Από τη μια πλευρά επρόκειτο για ένα ζήτημα εγκλημάτων πολέμου και το πώς αντιμετωπίζει κανείς το ιστορικό τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την άλλη, η υπενθύμιση εκ μέρους της Αθήνας του ανοιχτού ζητήματος των εγκληματιών πολέμου με τη σύλληψη και φυλάκιση του Μέρτεν και η έκταση που δόθηκε στην υπόθεση έγινε και στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από την Αθήνα οικονομικής δυτικογερμανικής βοήθειας. Εκδίκηση με σειρά δημοσιευμάτων Αν και κανείς θα περίμενε ότι ο νόμος 4016 και η παραπομπή του Μέρτεν στη Γερμανία, στα τέλη του 1959, θα έφερναν ηρεμία στις διμερείς σχέσεις, δέκα μήνες αργότερα φρόντισε ο ίδιος να ξανανοίξει η υπόθεση.
Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης φυλάκισής του στην Αθήνα είχε προετοιμάσει την εκδίκησή του. Σε δημοσιεύματα της ίδιας εφημερίδας στις αρχές Οκτωβρίου του 1960 οι κατηγορίες επεκτείνονταν στον υφυπουργό Εθνικής Αμυνας Γεώργιο Θέμελη, ο οποίος φερόταν ως συνεργάτης της Βέρμαχτ, ακόμα και στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Τούση, που είχε διατάξει τη σύλληψη του Μέρτεν την άνοιξη του 1957 και ο οποίος φερόταν ότι χρηματίστηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να αναστείλει δικαστικές διαδικασίες εναντίον εγκληματιών πολέμου. Αντιδράσεις και παρασκήνιο
Τα δημοσιεύματα προκάλεσαν αγανάκτηση στην ελληνική κοινή γνώμη, θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν τους Ελληνες στο σύνολό τους και οι κατηγορίες θεωρήθηκαν εξαρχής κατασκευασμένες. Εξάλλου και η περιβόητη φωτογραφία-τεκμήριο, την οποία επικαλέστηκε ο Μέρτεν, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε ποτέ. Στα τέλη του ίδιου έτους ο πρωθυπουργός πρότεινε στη Βουλή τη συγκρότηση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου για τον έλεγχο των πολιτικών και του τρόπου απόκτησης των περιουσιακών τους στοιχείων. Οπως προκύπτει από τη μελέτη αρχείων και άλλων πηγών, ο Μέρτεν, που κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στην Αθήνα προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν υπεύθυνος για τα δεινά της εβραϊκής κοινότητας, είχε στείλει στα ομοσπονδιακά υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης λίστα με ονόματα ατόμων τα οποία μπορούσαν να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισής του. Ανάμεσά τους ήταν και η Δοξούλα Λεοντίδου, που –μόλις 17 ετών το 1942– είχε εργαστεί ως διερμηνέας και δακτυλογράφος της Διοίκησης στη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία, όμως, στην κατάθεσή της δήλωσε ότι είχε δει τον Μέρτεν «2-3 φορές για το πολύ δέκα λεπτά». Το γεγονός, ωστόσο, ότι η τότε νεαρή γραμματέας ήταν πλέον σύζυγος του Ελληνα υπουργού των Εσωτερικών Δημητρίου Μακρή (τον οποίο γνώρισε το 1949) και ο τελευταίος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον πρωθυπουργό (από το 1956) ήταν αρκετό για τον Μέρτεν για να δημιουργήσει μια φανταστική ιστορία με σκοπό να πάρει εκδίκηση για την πολύμηνη φυλάκισή του στην Αθήνα. Εξάλλου, η αναλήθεια των ισχυρισμών του Μέρτεν προκύπτει και από το γεγονός ότι ο Καραμανλής –γηγενής Μακεδόνας– όχι μόνον δεν είχε συγγένεια ή άλλη οικογενειακή σχέση με τη Λεοντίδου (που ήταν Ποντία), αλλά επιπλέον δεν είχε καν μεταβεί στη Θεσσαλονίκη την επίμαχη περίοδο, περνώντας το διάστημα της Κατοχής στην Αθήνα έως την άνοιξη του 1944. Τα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του 1960, κυρίως με την επιμονή της Hamburger Echo να αποδείξει ότι τα γραφόμενά της είχαν βάση. Από την πλευρά της η Βόννη, που από την αρχή δυσφορούσε με τη συμπεριφορά του Μέρτεν, ήθελε να κλείσει πάση θυσία το θέμα, το οποίο όχι μόνον μπορεί να έφερνε σε δύσκολη θέση τη φιλοδυτική κυβέρνηση Καραμανλή, με όποιες συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό σε μια δύσκολη καμπή του Ψυχρού Πολέμου, αλλά έδινε την ευκαιρία στον Τύπο να επανέρχεται καθημερινά σε πεπραγμένα της ναζιστικής περιόδου και να ξυπνά τραγικές αναμνήσεις. Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μαξ Μέρτεν καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση τεσσάρων ετών από ελληνικό δικαστήριο για συκοφαντία, ενώ απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι προεκτάσεις της υπόθεσης Μέρτεν, ωστόσο, σε σχέση και με τη συνολική αντιμετώπιση των εγκληματιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δίνουν ακόμα ερεθίσματα στη δημόσια συζήτηση. * Ο κ. Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, διδάκτωρ Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Πηγή: Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26.7.2015 |