Έναν θησαυρό σπάνιων ηχητικών και ιστορικών ντοκουμέντων αναδεικνύει το βιβλίο με τίτλο «Θυμάμαι...». Πρόκειται για μια τρίγλωσση έκδοση, στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα ισπανοεβραϊκά, ένα βιβλίο-CD, βασισμένο στο μουσικό αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ και σε επιμέλεια του Λέοντος Α. Ναρ.
Επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν σεφαραδίτικα τραγούδια, σπάνια ηχητικά αρχεία που ακούστηκαν για τελευταία φορά σε μέρες σκοτεινές και σπίτια κλειστά, σημαδεύοντας τη στερνή στιγμή του αποχωρισμού από την αγαπημένη τους Θεσσαλονίκη, της εξορίας και του θανάτου.
Ο Αλμπέρτος Ναρ, ως απόγονος επιζώντων του Ολοκαυτώματος, σκιαγράφησε τον οδυνηρότατο απόηχο που άφησε η ναζιστική θηριωδία στις ψυχές και στα σώματα των δικών του ανθρώπων. Τη δεκαετία του '90 ηχογράφησε γυναίκες και άντρες που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα, που αλλιώς θα είχαν χαθεί παντοτινά. Φίλοι των γονιών του οι περισσότεροι, ερασιτέχνες ερμηνευτές των τραγουδιών, διασώζουν τα σεφαραδίτικα, μια διάλεκτο που έχει ως βάση της τη γλώσσα που μιλιόταν στην Καστίλη πριν από πέντε αιώνες και περιείχε ελληνικές, τουρκικές, ισπανικές και ιταλικές λέξεις.
«Τούτα τα τραγούδια τα 'λεγαν ως προχτές στη Σαλονίκη οι κοπέλες καθώς συγύριζαν την κάμαρά τους, οι εργάτες στα καπνομάγαζα, οι βαρκάρηδες στο λιμάνι. Και με το πέσιμο της νύχτας, η μελωδία ξεχυνόταν από τα μισόκλειστα παράθυρα, απλωνόταν στα κακοτράχαλα καλντερίμια, αγκάλιαζε τη γειτονιά ολάκερη.
Περισσότερα: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΛΕΟΝΤΟΣ Α. ΝΑΡ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΘΥΜΑΜΑΙ…»
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗ
«Η Σαλονίκη, η ιστορική πόλη του Αιγαίου (που σήμερα ονομάζεται Θεσσαλονίκη), ήταν ό,τι πλησιέστερο στον παράδεισο μπορούσε να φανταστεί ένας ευρωπαίος Εβραίος» γράφει η Sara Lipton στο τελευταίο τεύχος του «New York Review of Books». «Η κουλτούρα των εσπερίδων στο Βερολίνο, τη Βιέννη και το Παρίσι μπορεί να διέθετε μεγαλύτερη λάμψη, αλλά εκεί οι Εβραίοι έστεκαν στο περιθώριο των κοινωνικών ελίτ και της δημόσιας ζωής, παρατηρώντας τον ανερχόμενο αντισημιτισμό. Ενώ σ’ εκείνο το ζωντανό, πολυπολιτισμικό και ανεξίθρησκο λιμάνι της Μεσογείου οι Εβραίοι ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του πληθυσμού…».
Η εισαγωγή αφορά το βιβλίο «Family papers: a sephardic journey through the twentieth century» (Farrar, Straus and Giroux) της Sarah Abrevaya Stein, καθηγήτριας Εβραϊκής και Μεσογειακής Ιστορίας. Είναι η ανασύσταση μιας ιστορίας ξεχασμένης στον χρόνο και, παράλληλα, δείγμα «λογοτεχνικού ρεπορτάζ». Η Stein τοποθετεί τη μία ψηφίδα δίπλα στην άλλη σ’ αυτό το «σεφαρδίτικο ταξίδι» αξιοποιώντας τις επιστολές της οικογένειας Levy: από τον πατριάρχη Σααδή ως τους σημερινούς επιγόνους.
Είναι τα κείμενα που περιμένουν να μιλήσουν και όχι τα γεγονότα στη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Ο «λόγος» εδώ είναι τα ημερολόγια, οι φωτογραφίες, τα ιατρικά, νομικά και κυβερνητικά έγγραφα. Ακόμη και το επιτάφιο επίγραμμα του Σααδή Λεβή (1820-1903), όπου, εκτός άλλων, αναφερόταν: «ήταν… ο βασικός ποιητής που συνέθεσε ποιήματα για την επίσκεψη του σουλτάνου και της περιοδείας του». Εκλεινε επισημαίνοντας ότι εξέδωσε εφημερίδες στη Θεσσαλονίκη στα ladino, τη γλώσσα των σαλονικιών Εβραίων, και τα γαλλικά, τη δεύτερη γλώσσα τους, που λειτουργούσε σαν γέφυρα με τον εκδυτικισμό και τον μοντερνισμό.
Η γηραιότερη επιζώσα από τα κολαστήρια του Άουσβιτς - Μπιρκενάου, Εσθήρ Κοέν «σιώπησε» την Τετάρτη στα 96 της χρόνια. Η Γιαννιώτισσα «έφυγε» με τον αριθμό του στρατοπέδου των φρικαλεοτήτων των ναζί χαραγμένο στο αριστερό της χέρι.
Στις 25 Μαρτίου 1944, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλους τους Ρωμανιώτες Εβραίους των Ιωαννίνων. Μαζί τους και την τότε 17χρονη Εσθήρ. Για τελευταία φορά είδε τους γονείς της και τα έξι αδέλφια της, στην κολασμένη πύλη του Άουσβιτς.
Η Γκεστάπο «σκούπισε» την εβραϊκή γειτονιά των Ιωαννίνων, στοιβάζοντας 1.725 άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από τις θηριωδίες επιβίωσαν λιγότεροι από 50. Όταν επέστρεψε στον τόπο της, δεν μιλούσε για όσα έζησε: «Δεν είχα κουράγιο. Δεν μου συμπαραστάθηκε κανείς. Δεν είπε ένας ή μία έλα στο σπίτι μου να φάμε μαζί», έλεγε.
Εκφράζοντας τα βαθύτατα συλλυπητήριά του για το θάνατο της Εσθήρ Κοέν, ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα, Έρνστ Ράιχελ μνημόνευσε τη συνάντησή της με τον τότε πρόεδρο της Γερμανίας, Γιοαχίμ Γκάουκ το 2014. «Πεθαίνοντας εμείς, πρέπει ο κόσμος να μάθει, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι απάνθρωπος» είχε πει στον κ. Γκάουκ που την αγκάλιασε…
Το liberal.gr επικοινώνησε με τον δήμαρχο Ιωαννίνων και πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων, Μωυσή Ελισάφ. Οι γονείς του ήταν επιζώντες του Ολοκαυτώματος και η συγκίνησή του για την απώλεια της Εσθήρ Κοέν κάτι παραπάνω από έκδηλη.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γαλούπη
- Πως βιώνετε αυτή την απώλεια;
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ
«Με το που στάθηκε μπροστά μου σηκώθηκα και σε στάση προσοχής του συστήθηκα: "Ζιίμπεν Ζίμπτσιχ τάουζεν χουντάτ τσβάι", του είπα στα γερμανικά, δηλαδή αριθμός 77.102. Τη στιγμή εκείνη δεν είχα εικόνα ούτε του εαυτού μου, ούτε των γύρω μου. Νόμιζα ότι βρισκόμουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης...».
Η Εσθήρ Κοέν συστήθηκε με το ανεξίτηλο νούμερο του χεριού της με το οποίο ήταν υποχρεωμένη να αναφέρεται στα «άπελ», στα καθημερινά προσκλητήρια, πρωί-απόγευμα, στο Άουσβιτς, επί δώδεκα μήνες.
Με τη διαφορά ότι τώρα δεν είχε απέναντί της κάποιον capo ή δήμιο Ες Ες, αλλά τον πρόεδρο της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ, πάστορα πριν πάρει τον δρόμο της πολιτικής, στη Συναγωγή των Ιωαννίνων.
«Εντσουλντιγκουνγκ (συγγνώμη), μου είπε και με αγκάλιασε δακρυσμένος».
«Αισθανθήκατε κάποια ανακούφιση με την συγγνώμη;», την ρωτάμε.
«Αχ, παιδί μου, το κακό που μας έκαναν δεν αναπληρώνεται. Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα, γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται».
Η εικόνα, στην οποία ο πρώτος πολίτης της Γερμανίας ασπάζεται ένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος ζητώντας για λογαριασμό της χώρας του επισήμως συγγνώμη για τα -πολλά- εγκλήματα που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Ελλάδα, έκανε τον γύρο του κόσμου, με τα γερμανικά ΜΜΕ να την αναδεικνύουν προκαλώντας αίσθηση στους συμπατριώτες τους.
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
Ο Άλμπερτ Μπουρλά, Άκης για τους φίλους του, είναι γέννημα θρέμμα Σαλονικιός. Το καταλαβαίνει κανείς από την πρώτη στιγμή που θα μιλήσει μαζί του. Το βαρύ λάμδα τον «προδίδει» και ας ζει για πάνω από δύο δεκαετίες στο εξωτερικό. «Τι ‘κουβαλάτε’ από τη Θεσσαλονίκη στην Αμερική όπου ζείτε;» τον ρωτήσαμε σε μία αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε στη «ΜτΚ» πριν από μερικούς μήνες, με την ευκαιρία της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ. «Κουβαλάω τον εαυτό μου. Η Θεσσαλονίκη είμαι εγώ, εδώ έγινα, έζησα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου και τα χρόνια που με διαμόρφωσαν. Κουβαλάω τα κάστρα, την παραλία της, την πλατεία Ναυαρίνου, τα φεστιβάλ της, τις ταβέρνες, τους φίλους μου, ό,τι με έκανε».
Η οικογένεια Μπουρλά
Ο Άλμπερτ Μπουρλά γεννήθηκε το 1961 στη Θεσσαλονίκη και είναι το μικρότερο παιδί του Μωίς Μπουρλά και της Ρούλας Σαϊας, που είχαν το σπίτι τους στην οδό Σβώλου. Προέρχεται από οικογένειες Εβραίων σεφαραδιτών με ιστορία πέντε αιώνων στην πόλη. Το 1880 το όνομα της περιλαμβάνεται στις 38 οικογένειες που συνεισέφεραν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως αναφέρει ο Γιοζέφ Νεχαμά.
Περισσότερα: ΑΛΜΠΕΡΤ ΜΠΟΥΡΛΑ: ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΚΟ τους ΑΚΗ»