Του Σταύρου Τζίμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21.3.2023. Ήταν δώδεκα χρόνων η Χέλα Μεταλόν, όταν μια μέρα ο πατέρας της εμφανίστηκε στο σαλόνι του σπιτιού τους με ένα παλιό, άδειο ενυδρείο. Τα ψαράκια είχαν πεθάνει και η μικρή Χέλα, όπως και τα άλλα τρία αδερφάκια της, περίμεναν να τα αντικαταστήσει με άλλα.
Αντί για ψάρια, όμως, ο Χάιντς Κούνιο έβαλε μέσα μια λάμπα και «μερικά, περίεργα για τα μάτια μου, πράγματα. Ήταν ένα κομμάτι συρματόπλεγμα, ένα ποτηράκι και μέσα σ’ αυτό ένα κομμάτι θάμνου, ένα ημερολόγιο, ένα παλιό κομπολόι και ένα σαπούνι!».
Ο Κούνιο, Εβραίος της Θεσσαλονίκης επιζήσας του Ολοκαυτώματος, είχε «εγκαταστήσει» στο σπίτι του το Αουσβιτς! Ήταν το ενυδρείο η πρώτη «γνωριμία» των παιδιών του με το τραύμα που κουβαλούσε μέσα του ο πατέρας τους. Ο Κούνιο πάλεψε άγρια με τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας και (επ)έζησε «για να μιλήσει», όπως έλεγε ο ίδιος. «Oλα αυτά αν είσαι παιδί τα ρωτάς», λέει σήμερα στην «Κ» η κόρη του Κούνιο.
Η Θεσσαλονίκη τίμησε τα θύματα του Ολοκαυτώματος παρουσία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Εβραίοι που ταξίδεψαν στην πόλη, καθήλωσαν τους πάντες με τα λόγια τους…
«Νικήσαμε το φοβερό Ολοκαύτωμα που ήθελαν να κάνουν οι Ναζί εναντίον μας. Στέκομαι εδώ, όπου τα αδέλφια μας, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, έφυγαν για τον θάνατο για να ανάψω ένα κερί στη μνήμη τους. Στη μνήμη όλων των Εβραίων της Ελλάδας που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου. Και στη μνήμη όλων των Ελλήνων, ηρώων, πατριωτών και αντιστασιακών που αγωνίστηκαν υπέρ των Εβραίων της Ελλάδας. Στη μνήμη του ελληνικού λαού που στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της Κατοχής», είπε, φανερά συγκινημένη, αλλά με ιδιαίτερα βροντερή φωνή, η 81 ετών σήμερα Εβραία, Εστέρ Σολ.
Η κ. Σολ, γεννημένη τον Απρίλιο του 1942 στη Δράμα, ζήτησε να λάβει τον λόγο στην εκδήλωση που τελέστηκε σήμερα 26.3.23, στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, για τη συμπλήρωση των 80 χρόνων από την αναχώρηση των πρώτων συρμών προς τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, προκειμένου να εξηγήσει, ενώπιον της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, πώς σώθηκαν η ίδια, η μητέρα και ο πατέρας της, ενώ ξεκληρίστηκαν όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς τους.
«Ο πατέρας μου πάντα έλεγε: μην ρωτάς πώς μείναμε στη ζωή. Έγιναν -και κάναμε- πράγματα που δεν μπορεί ίσως να φανταστεί ο ανθρώπινος νους». Με χαραγμένο το νούμερο 116244 στο αριστερό του χέρι και το νούμερο 77029 στο δεξί, ο 75χρονος Σλόμο Σεβί, από το Ρεχοβότ του Ισραήλ, αφηγείται την ιστορία των γονιών του, που κατάφεραν να επιβιώσουν της φρίκης του Ολοκαυτώματος.
Μια ιστορία που εκτός από την ψυχή του έχει χαραχθεί και στα δυο του χέρια, με τα νούμερα που έφεραν οι γονείς του ως κρατούμενοι στα στρατόπεδα-κολαστήρια του Γ’ Ράιχ. Καθισμένος στις ράγες του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου πριν από 80 χρόνια αναχωρούσε ο πρώτος συρμός για το Άουσβιτς, ο Σλομό Σεβί θεωρεί χρέος του, όσο ζει, να συμμετέχει σε πορείες μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, όπως αυτή της 19ης Μαρτίου 2023, στη Θεσσαλονίκη, ώστε να συμβάλει κι αυτός όσο μπορεί στη διατήρηση της μνήμης.
Κρατά ένα χαρτόνι με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των οικογενειών των γονιών του -στη δεξιά και την αριστερή γωνία- και μια φωτογραφία της χαρακτηριστικής ριγέ φόρμας που φορούσαν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα-κολαστήρια του Γ’ Ράιχ στη μέση. Έχοντας τις τρεις κόρες του στο πλευρό του, εξιστορεί πως παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους επιζώντες δεν μιλούσαν για χρόνια -κάποιοι και ποτέ- για όσα βίωσαν, οι γονείς του (η Μάλκα-Κούλα και ο Μιχαήλ-Όσκαρ) είπαν τα πάντα στον ίδιο και τον αδελφό του.
Τις μνήμες που σφράγισαν το μυαλό και την ψυχή της, στην τρυφερή ηλικία των τριών ετών, όταν βρέθηκε στο στρατόπεδο Μπέργκεν Μπέλσεν, ξετύλιξε στις 29.1.2023, στο περιθώριο της εκδήλωσης μνήμης στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πλατεία Ελευθερίας, η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ, μια από τους ομήρους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Ήμουν στα στρατόπεδα σε πολύ μικρή ηλικία. Οι αναμνήσεις μου, τις οποίες έχω πει, είναι φτωχές, είναι λίγες από ένα παιδάκι τριών, τεσσάρων χρονών, αλλά είναι ανεξίτηλες» ήταν τα πρώτα λόγια της, προτού ξεκινήσει να περιγράφει τη ανάμνηση που, όπως λέει, θυμάται πιο πολύ από οτιδήποτε έκανε μόλις χθες.
«Ήμουνα στο στρατόπεδο, ήμουν συνέχεια άρρωστη και έβηχα και ήμουν στο τρίτο κρεβάτι γιατί ήταν τα κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο και είχε ένα μικρό φεγγίτη εκεί επάνω. Απέναντι ήταν ένα στρατόπεδο εργατών και χάζευα όλη την ημέρα. Μια μέρα ήρθε ένα μεγάλο κάρο, πολύ μεγάλο, με ψηλά πλαϊνά ξύλινα, το σέρνανε άλογα και δύο εργάτες από κάτω πετούσαν στο κάρο γυμνά πτώματα εργατών, γιατί έπρεπε να ξεχωρίσουν τους ζωντανούς από τους πεθαμένους. Όταν το κάρο γέμισε πτώματα, ανέβηκε ένας αξιωματικός επάνω με μια μακριά μεγάλη μαύρη καλογυαλισμένη μπότα και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στα πτώματα για να κάτσουν και να χωρέσουν άλλοι. Δεν ξέρω τι κατάλαβα αλλά άρχισα να κλαίω και προσπαθούσαν οι άρρωστες κυρίες που ήταν εκεί, γιατί όλοι οι άλλοι έφευγαν για δουλειά - καταναγκαστικά έργα -, να βρουν λίγη ζάχαρη να μου δώσουν, που δεν υπήρχε» ανέφερε χαρακτηριστικά. Σημείωσε, άλλωστε, ότι παιδιά δεν υπήρχαν πολλά στο στρατόπεδο καθώς εκείνη θυμάται μόνο ένα άλλο κοριτσάκι που ήταν λίγο μεγαλύτερο από αυτήν.
Του Αθανάσιου Κατσικίδη
Ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη αποστολή τρένων από την Ελλάδα στα γερμανικά και πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η τελευταία εν ζωή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος από την Εβραϊκή Κοινότητα Τρικάλων θυμάται και εξιστορεί στην «Κ» τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Συγκινημένη, επαναφέρει στη μνήμη της εικόνες από τους 14 μήνες ομηρίας, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα Αουσβιτς – Μπιρκενάου και Μπέργκεν – Μπέλσεν, καθώς και την πορεία θανάτου 22 ημερών στα παγωμένα εδάφη της Γερμανίας που οδήγησε πολλούς στον θάνατο. Η 96χρονη Εσθήρ (Νάκη) Ματαθία-Μπέγα, γεννημένη τον Ιούλιο του 1927 στην περιοχή των Τρικάλων, έμελλε να γίνει μάρτυρας του μίσους των γερμανικών στρατευμάτων προς τους Εβραίους πολίτες των χωρών της Ευρώπης. Οπως αφηγείται στην «Κ», «είχα δύο αδερφές μεγαλύτερές μου. Η μαμά μου (Μυριάμ) και ο μπαμπάς μου (Ματαθίας) είχαν άλλα δύο κορίτσια τα οποία είχαν χαθεί, εγώ ήμουν η τελευταία στη σειρά. Οταν μας πιάσανε πήγαινα ακόμη στο σχολείο».