«Μ’ άρεσε να πηγαίνω σ’ εκείνο το σχολείο με τους αγίους, που μας κοίταζαν από τις εικόνες που κρέμονταν στους τοίχους. Τον παπα-Αθανασούλη τον αγαπούσαν όλοι και τον άκουγαν γιατί ήταν πολύ καλός. Μια μέρα, μετά το μάθημα, μερικά από τα μεγάλα αγόρια έπιασαν τον αδελφό μου και τον έβαλαν στη μέση. Eνα αγόρι κρατώντας ένα σπασμένο μπουκάλι του φώναξε: “Εσύ σκότωσες τον Χριστό μας!”. Ο παπάς το έμαθε και τους έβαλε τιμωρία». Στην αφήγηση της εβραιοπούλας Ρεβέκκας, που στην Κατοχή έγινε Κούλα και, με τη βοήθεια του ΕΑΜ, κρύφτηκε με την οικογένειά της στο χωριό Μάτσανι (σήμερα Κρυονέρι) της Κορινθίας, χωράνε όλα. Η ειρηνική όσμωση ανάμεσα στους πολιτισμούς και η αλληλεγγύη, η βαρβαρότητα και ο φόβος, ο οικογενειακός δεσμός και το ρατσιστικό μπούλιγκ, η αυταπάρνηση και η διακινδύνευση. Δεν πέρασαν λίγοι μήνες από τότε που αναρωτιόμουν, γράφοντας εδώ για ένα ξενόγλωσσο εξαιρετικό βιβλίο-μαρτυρία του Ολοκαυτώματος («Το αγόρι από το Μπούχενβαλντ» του Ρόμπι Γουέισμαν, εκδόσεις Πατάκη), πότε θα έχουμε επιτέλους παιδικά και εφηβικά βιβλία βασισμένα σε ελληνοεβραϊκές ιστορίες από την Κατοχή (και όχι μόνο!). Και να που εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο η προσδοκία μου.
Περισσότερα: ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ: «ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», Μια ελληνοεβραϊκή ιστορία διάσωσης
Ο πολυαγαπημένος ραδιοφωνικός παραγωγός και μουσικός δεν έκρυψε ποτέ τον αριθμό στο χέρι του, ενθύμιο του μαρτυρίου του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Στην βιογραφία του που συνέγραψε ο ανηψιός του Ερρίκος Αρρώνες και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φερενίκη το 2012, ο Ζακ Μεναχέμ, που έφυγε από τη ζωή το 2008, διηγείται την Οδύσσεια της ζωής του σε μια συγκλονιστική αφήγηση που κρατά ζωντανή τη μνήμη του μεγάλου Εγκλήματος των Ναζί αλλά και αυτή των επιζώντων που πλέον δεν είναι μαζί μας….
“Έτσι έκανε πάντα ο Ζακ. Επιβίωνε.” γράφει ο Ερρίκος Αρώνες στην εισαγωγή της βιογραφίας του για τον θείο και «κατ’ επιλογήν» πατέρα του, τον αείμνηστο Ζακ Μεναχέμ. «Σε ηλικία δεκαέξι ετών πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο του Ολοκαυτώματος, όπου έπαιρνε την κάθε αναπνοή του διερωτώμενος αν θα είναι η τελευταία του.
Στη συνέχεια, αντί να τα παρατήσει ή να μοιρολατρεί γι’ αυτά που του έτυχαν, ταξίδεψε ολόκληρο τον κόσμο ακολουθώντας το όνειρό του να γίνει μουσικός, αποκτώντας γνώσεις, εμπειρίες και γνωριμίες. Γύρισε στην πατρίδα του, ερωτεύτηκε μια αξιοθαύμαστη γυναίκα και έζησε πλάι της μια ευτυχισμένη ζωή, που έμελλε να τους χαρίσει δύο παιδιά και από αυτά τρία εγγόνια.
Στα πλαίσια των Ιστορικών συνεντεύξεων που διεξάγουμε επιστρέφουμε το χρόνο πίσω σε γεγονότα που στιγμάτισαν την Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία, όπως αυτά μετουσιώθηκαν με τις φρικαλεότητες των Γερμανών-Ναζί απέναντι στους ιδεολογικούς και μη αντιπάλους.
O Μωσέ (Μωυσής) Αελιών (αρ. βραχίονα 114923), γεννηθείς στη Θεσσαλονίκη (1925), βίωσε τα δεινά του πολέμου, ενώ από κοινού με άλλους Εβραίους πολίτες της πόλης στάλθηκε στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Στο Άουσβιτς οι Γερμανοί εξόντωσαν τα μέλη της οικογενείας του, ενώ από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης-Εξόντωσης οδηγήθηκε μέσω πορείας θανάτου στο Στρατόπεδο Μαουτχάουζεν και έπειτα στο Στρατόπεδο του Μέλκ και στις στοές των Ναζί για καταναγκαστική εργασία. Μετά την ήττα των Γερμανών στα πεδία των μαχών ο Μωσέ Αελιών κατέληξε στο Στρατόπεδο του Έμπενζεε.
«Σε ηλικία 15 ετών στην Καρδίτσα, καθώς έκανα βόλτα στην κεντρική πλατεία, πέρασε μία φάλαγγα των Γερμανών με κρατούμενους Έλληνες. Εγώ δεν γνώριζα το γεγονός ότι όποιος έκανε βόλτα εκείνη την ημέρα και ήταν όρθιος τον συλλάμβαναν οι Γερμανοί. Έρχεται λοιπόν ένας Γερμανός προς εμένα και μου λέει "komm hier" (έλα εδώ). Εγώ ακολούθησα, ήθελα - δεν ήθελα τους κρατούμενους. Στο δρόμο υπήρχε ένα περίπτερο και για να ξεφύγω έκανα πως πήγα να αγοράσω κάτι. Με βλέπει ο Γερμανός και με φωνάζει και πάλι "Komm, komm" οπότε επέστρεψα ξανά στη φάλαγγα. Λίγο αργότερα, καθώς περπατούσαμε βλέπω μπροστά μου κάποιον που πουλούσε αυγά και κότες. Τον ρωτάω αν μπορώ να καθίσω λίγο εδώ πλάι του κι έτσι γλύτωσα από τους Γερμανούς» αφηγείται στο ethnos.gr, για πρώτη φορά δημόσια πως σώθηκε και δεν πήγε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης στο Άουσβιτς ο 95χρονος Αβραάμ Καπέτας. Έχοντας πατήσει τα 95 του χρόνια σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη. Ο κορονοϊός δεν μας επέτρεψε να βρεθούμε από κοντά και έτσι «συναντηθήκαμε» μέσω skype.
«Έμαθα να μην φοβάμαι τίποτα, σκληραγωγήθηκα. Πως είναι δυνατόν να ξεχάσουμε; Είναι δυνατόν; Eπανέρχομαι μέρα, νύχτα. Είναι κάτι που με καίει. Δεν γνώρισα τον πατέρα μου. Είναι μια ανοιχτή πληγή. Άλλαξε η ζωή μου τελείως. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει δικαίωση. Ούτε αρκεί μια συγνώμη. Είναι δυνατόν; Μόνο από τη Θεσσαλονίκη εξοντώθηκαν 50.000 άνθρωποι. Για ποια συγνώμη μου μιλάς. Τα παιδικά τραύματα είναι χαραγμένα ακόμη στην ψυχή μου» τονίζει με εμφανή πικρία μιλώντας στο ethnos.grη Βικτώρια Μονίνα-Μπενουζίλιο. Διστακτική, αρχικά, να μας μιλήσει γιατί κάθε φορά που μιλά για το παρελθόν ένας κόμπος την πιάνει στο στομάχι, τελικά μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της στη Θεσσαλονίκη ανήμερα της ημέρας μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωή της αλλά και πως ένα ζευγάρι χριστιανών στην Αθήνα την έσωσε.
«Οι παλιοί, παλιοί Θεσσαλονικείς που έζησαν με Εβραίους, έχουν άλλη συμπεριφορά. Αντίθετα πολλοί νέοι Θεσσαλονικείς που δεν έζησαν καθόλου τους Εβραίους έχουν διαφορετική στάση. Δεν ξέρουν καν τι θα πει Εβραίος. Νομίζουν ότι είναι από τον…. Έβρο» λέει, ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ από την Κατοχή με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κρατά φυλαγμένες στο σπίτι της.