Του Αθανάσιου Κατσικίδη
Ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη αποστολή τρένων από την Ελλάδα στα γερμανικά και πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η τελευταία εν ζωή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος από την Εβραϊκή Κοινότητα Τρικάλων θυμάται και εξιστορεί στην «Κ» τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Συγκινημένη, επαναφέρει στη μνήμη της εικόνες από τους 14 μήνες ομηρίας, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα Αουσβιτς – Μπιρκενάου και Μπέργκεν – Μπέλσεν, καθώς και την πορεία θανάτου 22 ημερών στα παγωμένα εδάφη της Γερμανίας που οδήγησε πολλούς στον θάνατο. Η 96χρονη Εσθήρ (Νάκη) Ματαθία-Μπέγα, γεννημένη τον Ιούλιο του 1927 στην περιοχή των Τρικάλων, έμελλε να γίνει μάρτυρας του μίσους των γερμανικών στρατευμάτων προς τους Εβραίους πολίτες των χωρών της Ευρώπης. Οπως αφηγείται στην «Κ», «είχα δύο αδερφές μεγαλύτερές μου. Η μαμά μου (Μυριάμ) και ο μπαμπάς μου (Ματαθίας) είχαν άλλα δύο κορίτσια τα οποία είχαν χαθεί, εγώ ήμουν η τελευταία στη σειρά. Οταν μας πιάσανε πήγαινα ακόμη στο σχολείο».
Το κείμενο δεν είναι διήγημα, δεν είναι βιογραφικό, είναι μέρος των αναμνήσεών μου. Είναι πραγματικά μία κατάθεση ψυχής, ενός παιδιού, που πρώτη του φορά τολμά να βγάλει από μέσα του τις ελάχιστες αναμνήσεις που έχει. Νιώθω σχεδόν ενοχές που δεν μπορώ να θυμηθώ περισσότερα, να βγάλω περισσότερο πόνο από μέσα μου.
Το κείμενο το αφιερώνω στον εγγονό μου και στην οικογένεια που θα αποκτήσει, για να μάθουν όση περισσότερη αλήθεια γίνεται, για το Ολοκαύτωμα. Δεν είμαι συγγραφέας. Θέλω μόνο να καταθέσω τις αναμνήσεις των παιδικών και μου χρόνων, διότι, περιέργως, όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλώνει και το πρόβλημα. Πίστευα ότι, κάποια στιγμή θα ξεθωριάσει. Το αντίθετο. Γιγαντώνεται και όσο αισθάνομαι ότι αμφισβητείται, τόσο νιώθω την υποχρέωση να βάλω και εγώ ένα λιθαράκι στη γνωστοποίηση αυτής της τραγωδίας πού προσεύχομαι να μην ξαναζήσει αυτός ο τόσο ταλαιπωρημένος λαός. Ελπίζω αυτή η κατάθεση να μεταφέρει τη φόρτιση με την οποία γράφτηκε και να διαβαστεί από τους απογόνους μου και μερικούς λίγους φίλους ως φόρος τιμής σε αυτούς που χάθηκαν.
Στρατόπεδο Bergen Belsen.
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν λαμαρινένια τολ ή παράγκες ξύλινες. Ήταν όμως μακρόστενα κτίσματα, μισοσκότεινα με σειρές από τρίπατα κρεβάτια, δεξιά και αριστερά. Επάνω, στο τελευταίο κρεβάτι, ένας στενός φεγγίτης, έδινε λίγο φως, έστω και εφιαλτικό, σ’ αυτό το πένθιμο τοπίο. Στη μέση, μία μικρή σόμπα έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάλει λίγη ζέστη. Στα κρεβάτια, άρρωστοι, μερικές φορές στριμωγμένοι για να ζεσταθούν, με τεράστια φοβισμένα μάτια, που δεν κοιτούσαν τίποτα. Ήμουν μονίμως ξαπλωμένη στο τελευταίο κρεβάτι, κοιτώντας έξω, το άπειρο.
Την Τρίτη 8 Μαρτίου 2022, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ο σταθμός της πόλης αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του προγράμματός του σε γυναίκες που μοιράζονται μαζί μας τις δικές τους προσωπικές ιστορίες.
Μια ιδιαίτερα συγκινητική ιστορία, από την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και το πως μια αθηναϊκή οικογένεια την έκρυψε προκειμένου να γλιτώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, διηγήθηκε στο σταθμό μας η Ελληνοεβραία Βικτώρια Μπενουζίλιο.
«Στις 24 Μαρτίου του ‘44 ξαφνικά ειδοποίησαν όλους τους Εβραίους να παρουσιαστούν στη Συναγωγή. Ήμουν στο σπίτι με την μάνα μου, εγώ 2 ετών και η αδελφή μου πέντε και ξαφνικά ήρθε ένας αστυνομικός της περιοχής και είπε στην μητέρα μου ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει, γιατί αυτή ήταν η εντολή των Γερμανών. Η μητέρα μου τότε άρχισε να ετοιμάζει τα ρούχα τα δικά μου, τα δικά της και της αδερφής μου. Ο αστυνομικός τη ρώτησε εάν γνωρίζει τι θα της συμβεί κι όταν εκείνη του απάντησε αρνητικά, της πρότεινε να μας αφήσει και να τον ακολουθήσει μόνη της. Άσε τα παιδιά σου εδώ. Αν είναι καλά εκεί που θα πας, έρχεσαι και τα παίρνεις… Αν δεν είναι καλά, άσε τα παιδιά σου να ζήσουν…» της είπε.
«Μ’ άρεσε να πηγαίνω σ’ εκείνο το σχολείο με τους αγίους, που μας κοίταζαν από τις εικόνες που κρέμονταν στους τοίχους. Τον παπα-Αθανασούλη τον αγαπούσαν όλοι και τον άκουγαν γιατί ήταν πολύ καλός. Μια μέρα, μετά το μάθημα, μερικά από τα μεγάλα αγόρια έπιασαν τον αδελφό μου και τον έβαλαν στη μέση. Eνα αγόρι κρατώντας ένα σπασμένο μπουκάλι του φώναξε: “Εσύ σκότωσες τον Χριστό μας!”. Ο παπάς το έμαθε και τους έβαλε τιμωρία». Στην αφήγηση της εβραιοπούλας Ρεβέκκας, που στην Κατοχή έγινε Κούλα και, με τη βοήθεια του ΕΑΜ, κρύφτηκε με την οικογένειά της στο χωριό Μάτσανι (σήμερα Κρυονέρι) της Κορινθίας, χωράνε όλα. Η ειρηνική όσμωση ανάμεσα στους πολιτισμούς και η αλληλεγγύη, η βαρβαρότητα και ο φόβος, ο οικογενειακός δεσμός και το ρατσιστικό μπούλιγκ, η αυταπάρνηση και η διακινδύνευση. Δεν πέρασαν λίγοι μήνες από τότε που αναρωτιόμουν, γράφοντας εδώ για ένα ξενόγλωσσο εξαιρετικό βιβλίο-μαρτυρία του Ολοκαυτώματος («Το αγόρι από το Μπούχενβαλντ» του Ρόμπι Γουέισμαν, εκδόσεις Πατάκη), πότε θα έχουμε επιτέλους παιδικά και εφηβικά βιβλία βασισμένα σε ελληνοεβραϊκές ιστορίες από την Κατοχή (και όχι μόνο!). Και να που εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο η προσδοκία μου.
Περισσότερα: ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ: «ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», Μια ελληνοεβραϊκή ιστορία διάσωσης
Ο πολυαγαπημένος ραδιοφωνικός παραγωγός και μουσικός δεν έκρυψε ποτέ τον αριθμό στο χέρι του, ενθύμιο του μαρτυρίου του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Στην βιογραφία του που συνέγραψε ο ανηψιός του Ερρίκος Αρρώνες και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φερενίκη το 2012, ο Ζακ Μεναχέμ, που έφυγε από τη ζωή το 2008, διηγείται την Οδύσσεια της ζωής του σε μια συγκλονιστική αφήγηση που κρατά ζωντανή τη μνήμη του μεγάλου Εγκλήματος των Ναζί αλλά και αυτή των επιζώντων που πλέον δεν είναι μαζί μας….
“Έτσι έκανε πάντα ο Ζακ. Επιβίωνε.” γράφει ο Ερρίκος Αρώνες στην εισαγωγή της βιογραφίας του για τον θείο και «κατ’ επιλογήν» πατέρα του, τον αείμνηστο Ζακ Μεναχέμ. «Σε ηλικία δεκαέξι ετών πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο του Ολοκαυτώματος, όπου έπαιρνε την κάθε αναπνοή του διερωτώμενος αν θα είναι η τελευταία του.
Στη συνέχεια, αντί να τα παρατήσει ή να μοιρολατρεί γι’ αυτά που του έτυχαν, ταξίδεψε ολόκληρο τον κόσμο ακολουθώντας το όνειρό του να γίνει μουσικός, αποκτώντας γνώσεις, εμπειρίες και γνωριμίες. Γύρισε στην πατρίδα του, ερωτεύτηκε μια αξιοθαύμαστη γυναίκα και έζησε πλάι της μια ευτυχισμένη ζωή, που έμελλε να τους χαρίσει δύο παιδιά και από αυτά τρία εγγόνια.