Τη μαρτυρία της «για ένα παρελθόν ως ένα σημείο λησμονημένο, έτσι ώστε οι Χανιώτες, οι Κρητικοί του σήμερα, να πάρουν μια γεύση από την εβραϊκή παρουσία στο Νησί» καταθέτει η Ντόνα-Λίλιαν Καπόν στο βιβλίο της που πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε, με τίτλο “Αίνιγμα”.
Με την ευκαιρία αυτή, η κα Καπόν, γόνος παλιάς ελληνοεβραϊκής οικογένειας, σε συνέντευξή της στις “διαδρομές” μιλά τόσο για το βιβλίο της, όσο και για τη ζωή των Εβραίων των Χανίων και της Κρήτης.
Όπως τονίζει, μιλώντας για το “Αίνιγμα”, «το βιβλίο ιχνηλατεί τη συναρπαστική πορεία της οικογένειας Μινέρμπο μέσα στο χρόνο, ειδικότερα από την εγκατάσταση στην Κρήτη και μετά, και αποτελεί κατάθεση ψυχής εκ μέρους μου, γνωρίζοντας ότι απευθύνεται σε ένα κοινό που ξέρει να διακρίνει και να εκτιμάει το αληθινό».
Σημειώνεται ότι η κα Ντόνα-Λίλιαν Καπόν, διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος των διοικητικών συμβουλίων της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, από τη θέση της γενικής γραμματέως. Το 2018, τιμήθηκε με ειδική πλακέτα από τον ελληνικό εβραϊσμό, σε αναγνώριση του πολύπλευρου έργου της και της στήριξης που προσέφερε στη δημιουργία του Μουσείου Ολοκαυτώματος Ελλάδος.
Αυτή την εβδομάδα, όπως και κάθε χρόνο, τιμήσαμε τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, έτσι ώστε οι ιστορίες των θυμάτων και των επιζώντων να μην ξεχαστούν ποτέ. Προς μεγάλη μου τιμή, κλήθηκα να συμμετάσχω στη Διεθνή Κληρονομιά των Σεφαραδιτών στο ετήσιο συνέδριο του Κογκρέσου για την Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον και να μοιραστώ την ιστορία της οικογένειάς μου σε σχέση με το Ολοκαύτωμα.
Μνήμη. Αυτή η λέξη, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, με ενέπνευσε να μοιραστώ την ιστορία των γονιών μου. Επειδή αναγνωρίζω πόσο τυχερός είμαι που οι γονείς μου μοιράστηκαν τις ιστορίες τους μαζί μου και την υπόλοιπη οικογένειά μας.
Πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για τη φρίκη που έζησαν γιατί τους ήταν πολύ οδυνηρό. Όμως στην δική μου οικογένειά το συζητούσαμε συχνά. Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, μαζευόμασταν με τα ξαδέλφια μας τα σαββατοκύριακα, και οι γονείς μου, οι θείες και οι θείες μου συχνά μοιράζονταν τις ιστορίες τους.
Η Μπέττυ Μαγρίζου είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων, παιδικών βιβλίων και θεατρικών έργων, το θεατρικό της «Η προίκα» (2000) πήρε κρατικό βραβείο θεάτρου. Κείμενά της διδάσκονται στο τμήμα νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πάδοβα. Έχει κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις στη Λάρισα. Είναι ενεργό μέλος της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Είναι αιμοδότρια από τα 18 της. Είναι σύζυγος και μητέρα. Σπούδασε οικονομικά, ασχολήθηκε με τη διακόσμηση και την ψυχολογία. Η Μπέττυ Μαγρίζου είναι πολυδιάστατη.
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
«Είμαι από τους ανθρώπους που μ΄ αρέσει να μοιράζομαι και συναισθήματα και γνώσεις, όταν κάτι το ξέρω ή μαθαίνω κάτι που με εντυπωσιάζει θέλω να το μοιραστώ. Πολλοί άνθρωποι το αποφεύγουν, νομίζουν ότι χάνουν οι ίδιοι σε οπλοστάσιο. Είχα πάντα αυτό το διδακτικό στη ζωή μου…».
Με την Μπέττυ γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια, αν και όχι τόσο καλά για να της μιλάω στον ενικό… Όμως είναι τόσο εγκάρδια, χαμογελαστή και οικεία που μου βγαίνει αυθόρμητα. Τελικά, οι άνθρωποι που νιώθουν γεμάτοι, σου δίνουν αυτό το χώρο, γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν, μόνο να δώσουν.
Κοινωνικό μυθιστόρημα, αστυνομικό, βιογραφία του πατέρα σου, παιδικά παραμύθια, θεατρικά έργα. Πως συνυπάρχουν όλα αυτά;
Όλα αυτά είναι είδη γραφής κι εμείς οι συγγραφείς είμαστε εργάτες της γραφής. Έγκειται στην διάθεση του κάθε συγγραφέα να θελήσει να ανακαλύψει όλες τις πτυχές της. Εγώ είχα την διάθεση αλλά και την περιέργεια να τα ανακαλύψω, να δοκιμαστώ και τέλος να κατακτήσω όλα αυτά τα είδη γραφής.
Έναν θησαυρό σπάνιων ηχητικών και ιστορικών ντοκουμέντων αναδεικνύει το βιβλίο με τίτλο «Θυμάμαι...». Πρόκειται για μια τρίγλωσση έκδοση, στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα ισπανοεβραϊκά, ένα βιβλίο-CD, βασισμένο στο μουσικό αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ και σε επιμέλεια του Λέοντος Α. Ναρ.
Επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν σεφαραδίτικα τραγούδια, σπάνια ηχητικά αρχεία που ακούστηκαν για τελευταία φορά σε μέρες σκοτεινές και σπίτια κλειστά, σημαδεύοντας τη στερνή στιγμή του αποχωρισμού από την αγαπημένη τους Θεσσαλονίκη, της εξορίας και του θανάτου.
Ο Αλμπέρτος Ναρ, ως απόγονος επιζώντων του Ολοκαυτώματος, σκιαγράφησε τον οδυνηρότατο απόηχο που άφησε η ναζιστική θηριωδία στις ψυχές και στα σώματα των δικών του ανθρώπων. Τη δεκαετία του '90 ηχογράφησε γυναίκες και άντρες που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα, που αλλιώς θα είχαν χαθεί παντοτινά. Φίλοι των γονιών του οι περισσότεροι, ερασιτέχνες ερμηνευτές των τραγουδιών, διασώζουν τα σεφαραδίτικα, μια διάλεκτο που έχει ως βάση της τη γλώσσα που μιλιόταν στην Καστίλη πριν από πέντε αιώνες και περιείχε ελληνικές, τουρκικές, ισπανικές και ιταλικές λέξεις.
«Τούτα τα τραγούδια τα 'λεγαν ως προχτές στη Σαλονίκη οι κοπέλες καθώς συγύριζαν την κάμαρά τους, οι εργάτες στα καπνομάγαζα, οι βαρκάρηδες στο λιμάνι. Και με το πέσιμο της νύχτας, η μελωδία ξεχυνόταν από τα μισόκλειστα παράθυρα, απλωνόταν στα κακοτράχαλα καλντερίμια, αγκάλιαζε τη γειτονιά ολάκερη.
Περισσότερα: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΛΕΟΝΤΟΣ Α. ΝΑΡ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΘΥΜΑΜΑΙ…»
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗ
«Η Σαλονίκη, η ιστορική πόλη του Αιγαίου (που σήμερα ονομάζεται Θεσσαλονίκη), ήταν ό,τι πλησιέστερο στον παράδεισο μπορούσε να φανταστεί ένας ευρωπαίος Εβραίος» γράφει η Sara Lipton στο τελευταίο τεύχος του «New York Review of Books». «Η κουλτούρα των εσπερίδων στο Βερολίνο, τη Βιέννη και το Παρίσι μπορεί να διέθετε μεγαλύτερη λάμψη, αλλά εκεί οι Εβραίοι έστεκαν στο περιθώριο των κοινωνικών ελίτ και της δημόσιας ζωής, παρατηρώντας τον ανερχόμενο αντισημιτισμό. Ενώ σ’ εκείνο το ζωντανό, πολυπολιτισμικό και ανεξίθρησκο λιμάνι της Μεσογείου οι Εβραίοι ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του πληθυσμού…».
Η εισαγωγή αφορά το βιβλίο «Family papers: a sephardic journey through the twentieth century» (Farrar, Straus and Giroux) της Sarah Abrevaya Stein, καθηγήτριας Εβραϊκής και Μεσογειακής Ιστορίας. Είναι η ανασύσταση μιας ιστορίας ξεχασμένης στον χρόνο και, παράλληλα, δείγμα «λογοτεχνικού ρεπορτάζ». Η Stein τοποθετεί τη μία ψηφίδα δίπλα στην άλλη σ’ αυτό το «σεφαρδίτικο ταξίδι» αξιοποιώντας τις επιστολές της οικογένειας Levy: από τον πατριάρχη Σααδή ως τους σημερινούς επιγόνους.
Είναι τα κείμενα που περιμένουν να μιλήσουν και όχι τα γεγονότα στη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Ο «λόγος» εδώ είναι τα ημερολόγια, οι φωτογραφίες, τα ιατρικά, νομικά και κυβερνητικά έγγραφα. Ακόμη και το επιτάφιο επίγραμμα του Σααδή Λεβή (1820-1903), όπου, εκτός άλλων, αναφερόταν: «ήταν… ο βασικός ποιητής που συνέθεσε ποιήματα για την επίσκεψη του σουλτάνου και της περιοδείας του». Εκλεινε επισημαίνοντας ότι εξέδωσε εφημερίδες στη Θεσσαλονίκη στα ladino, τη γλώσσα των σαλονικιών Εβραίων, και τα γαλλικά, τη δεύτερη γλώσσα τους, που λειτουργούσε σαν γέφυρα με τον εκδυτικισμό και τον μοντερνισμό.