Το χειρόγραφο διαβάστηκε στις 22 Απριλίου 2017 σε τελετή που έγινε στη συναγωγή Μοναστηριωτών, στο πλαίσιο μνημοσύνου που τέλεσε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης.
«Τα δράματα που έχουν δει τα μάτια μου είναι απερίγραπτα», αναφέρει στη συγκλονιστική του μαρτυρία από το στρατόπεδο Μπιργκενάου στο Άουσβιτς ο Θεσσαλονικιός Εβραίος, Μαρσέλ Νατζαρή. Συναισθανόμενος ότι πλησιάζει και το δικό του τέλος, το φθινόπωρο του 1944, λίγο πριν από την εκκένωση και τη διάλυση του στρατοπέδου, γράφει ένα χειρόγραφο με αποστολέα τους φίλους και τους οικείους του, το τοποθετεί μέσα σε ένα παγούρι και το παγούρι μέσα σε μια δερμάτινη τσάντα. Θάβει την τσάντα στο έδαφος σε βάθος μισού μέτρου, στον περίβολο του κρεματορίου 3, με την ελπίδα ότι κάποιος θα το βρει και θα το ταχυδρομήσει στους δικούς του. «Την 11η Απριλίου φτάσαμε στο Άουσβιτς και στο στρατόπεδο του Μπίργκεναου. Μείναμε ένα μήνα στην καραντίνα και από εκεί μας απόσπασαν γερούς δυνατούς, σε ένα κρεματόριο. Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα πλατύ φουγάρο με 15 φούρνους. Από κάτω από ένα κήπο είναι δύο μεγάλοι υπόγειοι θάλαμοι, απέραντοι.
»Ο ένας χρησιμεύει για να ξεντυνόμαστε και ο άλλος είναι ο θάλαμος του θανάτου, όπου ο κόσμος μπαίνει γυμνός και αφού συμπληρώνονται περίπου 3.000 άτομα κλείνει και τους γκαζεύουν. Μετά από 6 – 7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το πνεύμα. Η δουλειά μας είναι πρώτον να τους υποδεχόμαστε. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν το λόγο. Τους έλεγαν ότι επρόκειτο να κάνουν λουτρό. Πήγαιναν ανήξεροι προς το θάνατο. Τούς έλεγα ότι δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα που μιλάνε». «Μέσα εκεί είχαν βάλει οι Γερμανοί σωλήνες για να νομίσουν ότι ετοιμάζονται για το λουτρό. Με το μαστίγιο στο χέρι, οι Γερμανοί τους ανάγκαζαν να στριμωχτούν για να χωρούν όσο το δυνατόν περισσότεροι». «Τα κουτιά του γκαζιού τα έφερναν με το αυτοκίνητο του γερμανικού ερυθρού σταυρού, δύο Ες Ες. Είναι γκαζαριστές που από κάποια ανοίγματα τους έριχναν το γκάζι. Μετά μισή ώρα ανοίγανε τις πόρτες και μεταφέραμε τα πτώματα των αθώων αυτών γυναικόπαιδων και από εκεί τους βάζαμε στους φούρνους όπου τους έκαιγαν χωρίς βοήθεια καυσίμου ύλης λόγω του λίπους που έχουμε». «Τη στάχτη οι Γερμανοί μας ανάγκαζαν να την κοπανήσουμε, να την περάσουμε από ένα χοντρό κόσκινο και μετά την έπαιρνε αυτοκίνητο και την έριχνε στο ποτάμι και έτσι εξαφανίζεται κάθε ίχνος».
Περισσότερα: ΡΙΓΗ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΝΑΤΖΑΡΗ
Deutsche Welle, 25.3.2017: 25η Μαρτίου 1944. Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων ξεκινούν το ταξίδι τους για το Άουσβιτς. Ανάλογη τύχη είχαν και 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Ποια τύχη είχαν όμως οι γερμανοί διοικητές, που ήταν υπεύθυνοι για την εξόντωση;
Τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου 1944 γερμανοί στρατιώτες και έλληνες χωροφύλακες έβγαλαν με τη βία από τα σπίτια τους τους Εβραίους κατοίκους των Ιωαννίνων και τους ανάγκασαν να συγκεντρωθούν στην πλατεία Μαβίλη και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης. Μέσα σε λίγες ώρες οι έξι εβραϊκές συνοικίες των Ιωαννίνων είχαν εκκενωθεί. Την ίδια μέρα 1.725 γυναίκες, άνδρες και παιδιά μεταφέρθηκαν με φορτηγά στη Λάρισα και από εκεί ακολούθησαν τον δρόμο για το Άουσβιτς.
Στη Θεσσαλονίκη, ήδη τον Ιούλιο του 1942, οι άνδρες Εβραίοι αναγκάστηκαν να συγκεντρωθούν κάτω από τον καυτό ήλιο στην πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν από τις γεμανικές αρχές. Λίγες ημέρες μετά 7.000 από τους Εβραίους της πόλης στάλθηκαν σε καταναγκαστικά έργα. Ακολούθησε ο εγκλεισμός του εβραϊκού πληθυσμού σε γκέτο και η εκτόπισή του στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1943. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε εξοντωθεί η συντριπτική πλειοψηφία των σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Ο μηχανισμός που έστησαν οι ναζί για τη σύλληψη και την εξόντωση των Εβραίων στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν περίπλοκος. Στην εφαρμογή της λεγόμενης «Τελικής Λύσης του εβραϊκού ζητήματος» συνέβαλαν ποικίλοι παράγοντες. Συμμέτοχοι ήταν πολλοί: από τους υψηλά ιστάμενους στη γερμανική διοίκηση μέχρι τους απλούς στρατιώτες, και από τους τοπικούς συνεργάτες των ναζί μέχρι τους ανώνυμους πολίτες, που λόγω της παθητικής τους στάσης διευκόλυναν το έργο των κατακτητών.
του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Τον θυμάται κάπως βλοσυρό και απόμακρο, αλλά πάντα ντυμένο προσεγμένα, με λευκό πουκάμισο και παπιγιόν, να εμφανίζεται τακτικά στο σπίτι τους στη μετακατοχική Αθήνα. Ως παιδί, τότε, ο Μάριος Σούσης αγνοούσε τον ρόλο αυτού του επισκέπτη. Χρόνια αργότερα θα μάθαινε ότι ήταν ένας εξαίρετος νομικός – η μόνη ελπίδα τους να διεκδικήσουν την οικογενειακή περιουσία που καπηλεύτηκαν γνωστοί και γείτονες μετά την αιχμαλωσία του πατέρα του στα στρατόπεδα του θανάτου.
«Μετά την Κατοχή σπάνια συζητούσαμε με τη μητέρα μου γι’ αυτά τα θέματα. Ηταν ένα παρελθόν που θέλαμε να ξεχάσουμε», λέει ο κ. Σούσης. «Φύλαξε όμως αυτά τα έγγραφα. Από διαίσθηση; Ποιος ξέρει; Σαν ντοκουμέντα μιας εποχής».
Μπροστά του έχει έναν φάκελο φουσκωμένο με κιτρινισμένες σελίδες που φοβάσαι ότι θα λιώσουν μόλις τις αγγίξεις. Τα ανακάλυψε πριν από λίγο καιρό σε κάποιο ντουλάπι η σύζυγός του και σώθηκαν προτού πεταχτούν στα σκουπίδια. Είναι η δικογραφία των καταχραστών.
Σε αυτά τα δικαστικά έγγραφα, με ημερομηνίες που ξεκινούν λίγες εβδομάδες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα το 1944, περιγράφεται η περιπέτεια της οικογένειας Σούση. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση, όμως, αποκαλύπτει και πώς ένα μέρος της κοινωνίας αντιμετώπιζε τότε τους Ελληνες Εβραίους. Ηταν μια ταραγμένη εποχή, στην οποία καθένας φανέρωνε τον πραγματικό του χαρακτήρα.
Περισσότερα: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΟΥΣΗ
Στις 16.2.2017 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ άρθρο του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ με τίτλο «Οι αγέλαστες νύφες του Άουσβιτς» για την έκθεση με φωτογραφίες από τους γάμους μεταξύ των επιζώντων Εβραίων της Θεσσαλονίκης τις οποίες συγκέντρωσε το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης και εκθέτει στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) στη Θεσσαλονίκη. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 5.2.2017, της Μαριλένας Αστραπέλλου, παρουσίαση του βιβλίου «Ο τραγουδιστής του Αουσβιτς Εστρόγκο Ναχάμα, Θεσσαλονίκη 1918 - Βερολίνο 2000»:
Στο πρόσωπο του ανθρώπου που έγινε ένας από τους σημαντικότερους εβραίους ψάλτες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα συνοψίζεται η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Ο Εστρόγκο Ναχάμα (1918-2000) υπήρξε ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Σχήμα οξύμωρο θα πει κανείς καθώς έχασε όλη την οικογένειά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήταν όμως ένας από τους ελάχιστους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που επέζησε της θηριωδίας του Άουσβιτς, του Γκολεσάου, του Ζάξενχάουζεν καθώς και των ταγμάτων πορείας θανάτου μετά την απελευθέρωση. Επιπλέον, ήταν προικισμένος με ένα ιδιαίτερο χάρισμα, την ασυνήθιστα ωραία φωνή του χάρη στην οποία εξασφάλιζε μερικά κομμάτια ψωμί πεταμένα μέσα στις λάσπες από τους δεσμοφύλακες σε αντάλλαγμα για τα τραγούδια του. Το ταλέντο που τον έκανε γνωστό ως τον «Τραγουδιστή του Άουσβιτς» και τον βοήθησε να επιβιώσει. Επειδή διέθετε μια ισχυρή και χαρισματική προσωπικότητα, μετά τον πόλεμο έφθασε να γίνει ο αρχιψάλτης της εβραϊκής κοινότητας του Βερολίνου και ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες της πόλης. Συμμετείχε μάλιστα, πάντα ως κάντορας, σε ταινίες όπως το «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι, «Οι κήποι των Φίτσι Κοντίνι» του Βιτόριο ντε Σίκα, ή η «Μαλού» της γερμανίδας σκηνοθέτριας Ζανίν Μέεραπφελ.
Ακόμα και μετά θάνατον η μοίρα φάνηκε γενναιόδωρη μαζί του. Η ιστορία του υπέπεσε στην προσοχή της δημοσιογράφου Κατερίνας Οικονομάκου και η ζωή του έγινε βιβλίο με τίτλο «Ο τραγουδιστής του Άουσβιτς, Εστρόγκο Ναχάμα, Θεσσαλονίκη 1918 - Βερολίνο 2000» το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καπόν.